Του Μπάμπη Γιαννακόπουλου

Η φωτογραφία υπήρξε από τη γέννηση της και ως ένα βαθμό, εξακολουθεί να είναι και σήμερα επαναστατικό μέσο επικοινωνίας. Στο συμπέρασμα αυτό δεν καταλήγω βέβαια επειδή οι ηγέτες της Γαλλικής Επανάστασης διέκριναν την επαναστατικότητα του μέσου υιοθετώντας το επίσημα, αλλά επειδή όπως θα δούμε πιο κάτω αυτό αποδείχθηκε στην πράξη. Βέβαια, σε αρκετές περιπτώσεις έπαιξε και παίζει και αρνητικούς ρόλους, όπως όταν γίνεται πληροφοριοδότης και καταδότης των μυστικών υπηρεσιών ή όταν εκτρέπεται στο κυνήγι του κέρδους από τους γνωστούς παπαράτσι σε σκανδαλοθηρικούς ρόλους. Όπως όμως οι μυστικές υπηρεσίες και οι παπαράτσι μπορούν να χρησιμοποιούν το μέσο για την καταπίεση και τον αποπροσανατολισμό των πολιτών, έτσι και οι πραγματικοί φωτογράφοι μπορούν και έχουν αξιοποιήσει ποικιλοτρόπως το μέσον για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών, την μεταμόρφωση σε εικόνα και προβολή της πραγματικότητας και την πρόοδο της κοινωνίας.

Η ΑΠΑΘΑΝΑΤΙΣΗ ΜΕΓΑΛΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ

Από τα πρώτα της βήματα η φωτογραφία προσπάθησε να συνδεθεί με την απεικόνιση και απαθανάτιση των μεγάλων ιστορικών γεγονότων. Ο Βρετανός φωτογράφος Ρότζερ Φέντον είναι ο πρώτος που επιχείρησε, το 1855, να απαθανατίσει σκηνές από τον Πόλεμο της Κριμαίας. Τόσο ο πρωτόγονος εξοπλισμός που διέθετε, όσο και η προληπτική λογοκρισία των Βρετανικών Αρχών, που φρόντισαν να του εξηγήσουν ότι δεν θα μπορούσε να εκθέσει φωτογραφίες που θα έδειχναν τη φρίκη του πολέμου, με την αιτιολογία ότι θα τρομοκρατούντο οι οικογένειες των στρατιωτών που ευρίσκοντο στο μέτωπο, είχε σαν αποτέλεσμα να παρουσιάσει 360 πλάκες με εικόνες, που παρέχουν μόνο την ψευδαίσθηση του πολέμου, καθώς παρουσιάζουν τους στρατιώτες παρατεταγμένους με τάξη στα μετόπισθεν.

Αυτό που ο Φέντον δεν κατάφερε στην Κριμαία το πέτυχε ο Αμερικανός συνάδελφος του Μάθιου Μπρέιντι, ο οποίος με εμπορικά κίνητρα και με κάπως πιο βελτιωμένο εξοπλισμό κατάφερε και κατέγραψε σε εικόνες όλη την φρίκη του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου.

« Οι εικόνες του Μπρέιντι», γράφει η Γκιζέλ Φρόιντ στο βιβλίο της με τίτλο «Φωτογραφία και Κοινωνία» (έκδοση του περιοδικού «Φωτογράφος», Αθήνα 1996), «δίνουν για πρώτη φορά μια σαφή εικόνα φρίκης. Η πυρπολημένη γη, τα λεηλατημένα σπίτια, οι εξαθλιωμένες οικογένειες και πολυάριθμοι νεκροί φωτογραφίζονται με κάποια αντικειμενικότητα που αποδίδει στα ντοκουμέντα αυτά ιδιαίτερη αξία..» (σελ. 91)

Τόσο ο πρωτόγονος εξοπλισμός όσο και οι μικρές δυνατότητες της φωτογραφίας για μαζική επικοινωνία, αφήνουν μικρά περιθώρια στο μέσο να επηρεάσει ευρύτερα την κοινή γνώμη. Οι προσπάθειες όμως των Φέντον και Μπρέιντι καταδεικνύουν τις τεράστιες δυνατότητες του.

Στα τέλη του 19 ου Αιώνα, με αισθητά βελτιωμένη την τεχνολογία της φωτογράφησης και με την ανακάλυψη της τεχνολογίας εκτύπωσης φωτογραφιών, οι δυνατότητες για τη μαζική επικοινωνιακή λειτουργία της φωτογραφίας άνοιξαν διάπλατα. Η πρώτη φωτογραφία δημοσιεύθηκε στις 4 Μαρτίου του 1880, στην εφημερίδα Daily Graphics, της Νέας Υόρκης και απεικονίζει χαρακτηριστικά και προφητικά, ως προς τον μελλοντικό ρόλο της φωτοδημοσιογραφίας, μία τενεκεδούπολη (shantytown). Χρειάστηκαν όμως αρκετά χρόνια μέχρι να τελειοποιηθεί αυτή η τεχνολογία που επέτρεπε τη ζεύξη της φωτογραφίας με τον Τύπο και έδινε τη δυνατότητα για ανάδειξη του ρόλου της στην μαζική επικοινωνία.

ΜΕΣΟ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Ο πρώτος που χρησιμοποίησε τη φωτογραφία σαν μέσο τεκμηρίωσης και κοινωνικής κριτικής ήταν όχι φωτογράφος, αλλά ο δημοσιογράφος της “New York Tribune”, Τζεικομπ Ριις. Συνόδευσε τα άρθρα του γύρω από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των μεταναστών στις φτωχογειτονιές της Νέας Υόρκης, με φωτογραφίες που επαλήθευαν τους ισχυρισμούς του για την επικρατούσα κατάσταση. Το βιβλίο του με τίτλο «Πως ζει το άλλο μισό», που εκδόθηκε το 1890, συγκλόνισε κυριολεκτικά την αμερικανική κοινωνία και αυτό είναι προφανές ότι σε μεγάλο ποσοστό οφείλεται στις φωτογραφίες που αποτελούσαν αδιάψευστα ντοκουμέντα τεκμηρίωσης .

Λίγα χρόνια αργότερα, στις αρχές του 20 ου Αιώνα, ο κοινωνιολόγος Λιούις Χάιν φωτογράφισε παιδιά που δουλεύανε δώδεκα ώρες την ημέρα σε εργοστάσια και χωράφια. Οι φωτογραφίες αυτές που δημοσιεύθηκαν στο σχετικό με το θέμα βιβλίο που εξέδωσε, όχι απλά συγκλόνισαν την κοινή γνώμη, αλλά η επιρροή τους ήταν τόσο μεγάλη που οδήγησαν στην αλλαγή και βελτίωση της νομοθεσίας περί εργασίας ανηλίκων. Έτσι, από τα πρώτα της βήματα η φωτογραφία σαν εργαλείο μαζικής επικοινωνίας χαράσσει και τους βασικούς της ρόλους: καταγράφει μεγάλα ιστορικά γεγονότα, τεκμηριώνει κοινωνιολογικές και δημοσιογραφικές έρευνες, υποκινεί με τη δυναμική επιρροή της στην κοινή γνώμη κοινωνικές και νομοθετικές μεταρρυθμίσεις.

Το ξεκίνημα της φωτογραφίας στη μαζική επικοινωνία, έγινε από μη επαγγελματίες φωτογράφους και ήταν επαναστατικό. Έδειξε τις δυνατότητες του μέσου να αναδείξει τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα και να υπερασπιστεί τα αδύνατα και καταπιεσμένα κοινωνικά στρώματα, να αφυπνίσει συνειδήσεις και να συμβάλει προς την απονομή κοινωνικής δικαιοσύνης και προοδευτικών μεταρρυθμίσεων. Από τη στιγμή όμως που η φωτογραφία εμφανίζεται πλατιά στον Τύπο, εμφανίζονται και οι επαγγελματίες φωτοδημοσιογράφοι που γράφουν τη δική τους ιστορία στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Το φωτορεπορτάζ που άνθισε στο πρώτο μισό του περασμένου Αιώνα, ακολούθησε την πορεία του Τύπου. Από τη μια έδωσε με αυταπάρνηση και επαγγελματική ακεραιότητα και αξιοπρέπεια τη μάχη της καθαρής , ακριβής και έγκυρης ενημέρωσης. Από την άλλη, έπαιξε και αυτό το παιχνίδι της επικοινωνιακής δημοσιογραφίας, παρουσιάζοντας την πλασματική πραγματικότητα που τα ΜΜΕ σήμερα, κυρίως πλασάρουν σαν πραγματικότητα εξυπηρετώντας τα συμφέροντα ισχυρών εξουσιών και μειοψηφιών.

ΞΥΝΟΝΤΑΣ ΠΛΗΓΕΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΞΟΥΣΙΑ

Παρά αυτή την αρνητική εξέλιξη, που μακροπρόθεσμα είχαν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δημιουργώντας ασφυκτικά αντίξοες συνθήκες λειτουργίας για δημοσιογράφους και φωτογράφους, οι πραγματικοί λειτουργοί της ενημέρωσης έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους, πολλές φορές με πολύ ακριβό τίμημα, ακόμα και την ίδια τη ζωή τους και υπερασπίστηκαν με την πένα τους οι μεν, με το φακό τους οι δε τους απλούς ανθρώπους, τους αδικημένους και κατατρεγμένους. Είναι εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες οι φωτογραφίες που έγιναν παγκόσμια γνωστές απεικονίζοντας σημαντικά γεγονότα, αναδεικνύοντας κοινωνικά προβλήματα, ξύνοντας πληγές και μεταμορφώνοντας τες σε εικόνες, όπως γράφει χαρακτηριστικά σε πρόσφατο άρθρο του ο Κριστιάν Καζολέ, διευθυντής του φωτογραφικού Πρακτορείου και της γκαλερί VU στο Παρίσι («Μάχες για τα Μίντια», Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2007).

Η απαθανάτιση, η προβολή και μαζική επικοινωνία της πραγματικότητας, που είναι και ο επαναστατικός ρόλος της φωτογραφίας μέσα στο πλέγμα των σχέσεων ελέγχου και χειραγώγησης των ΜΜΕ, δεν είναι ούτε εύκολη υπόθεση, ούτε και κάτι το δεδομένο. Γι’ αυτό σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είναι ανάγκη οι ίδιοι οι φωτογράφοι να υπερασπιστούν το ρόλο τους και την επαγγελματική τους αξιοπρέπεια και να μην ξεπέσουν σε ρόλους εκτελεστικών οργάνων αυτών που έχουν κάθε συμφέρον να ελέγχουν τα ΜΜΕ προκειμένου να χειραγωγούν την κοινή γνώμη προασπιζόμενοι συμφέροντα ισχυρών μειοψηφιών και εξουσιών. Ο Φωτογράφος όπως και ο δημοσιογράφος έχει να επιλέξει: ή θα κάνει επικοινωνία πολιτικών και κατευθύνσεων της κάθε εξουσίας εξυπηρετώντας την πλασματική πραγματικότητα, ή θα ξύνει πληγές και θα τις μεταμορφώνει σε εικόνες, βρισκόμενος πάντα απέναντι σε κάθε εξουσία. Μέσος δρόμος δεν υπάρχει.