Η Προσέγγιση στην ερευνητική δημοσιογραφία και στη Φωτογράφιση

Του Μπάμπη Γιαννακόπουλου

 

Ερευνητική μεθοδολογία

Η εικόνα γενικά και η φωτογραφία ειδικά αποτελεί  εργαλείο ή μέσον έκφρασης όπως ο γραπτός και προφορικός λόγος. Ενώ όμως, η γλώσσα σαν μέσον έκφρασης δίνει τη δυνατότητα αναφοράς σε παρελθόν, παρόν και μέλλον η φωτογραφία περιορίζεται μόνο στο παρόν.  Δεν μπορείς δηλαδή να περιγράψεις φωτογραφικά ούτε το παρελθόν ούτε το μέλλον παρά μόνο το τώρα, αυτό που συμβαίνει αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή.

 

Αυτή η ιδιαιτερότητα, ο περιορισμός της φωτογραφικής έκφρασης αυστηρά στο παρόν, μπορεί να φέρνει τη φωτογραφία σε μειονεκτική θέση έναντι του λόγου ως προς την πλαστικότητα της έκφρασης, όμως από την άλλη την καθιστά μέσον δυναμικά στατικό και συνθετικό.

 

Ο φωτογράφος έχει τη δυνατότητα και εκ των συνθηκών οδηγείται σε κάθε απεικόνιση, να προσπαθεί να συγκεντρώσει στο απεικονιζόμενο παρόν, τόσο τις συνθήκες και επιρροές του παρελθόντος, όσο και τις μελλοντικές προοπτικές.  Αυτή η ιδιαιτερότητα της φωτογραφικής τέχνης, καθορίζει εν πολλοίς και την μεθοδολογία που ακολουθεί ο φωτογράφος.

 

Ενώ ο δημοσιογράφος και ο κοινωνικός επιστήμονας και ερευνητής έχουν στη διάθεση τους πολλαπλούς τρόπους και μεθόδους συγκέντρωσης και ανάλυσης στοιχείων προκειμένου να εκφράσουν τα θέματα τους, ο φωτογράφος έχει μόνο μία, την συμμετοχή και ζωντανή παρακολούθηση των δρώμενων.

 

Ένας ρεπόρτερ μπορεί να φτάσει στο συμβάν με καθυστέρηση και να συλλέξει πληροφορίες από αυτόπτες μάρτυρες και να χτίσει την ιστορία του συμβάντος.  Ένας κοινωνικός επιστήμονας μπορεί να ερευνήσει ένα κοινωνικό φαινόμενο με συνεντεύξεις, παρατήρηση, ερωτηματολόγια, κ.α..  Ένας φωτογράφος, όμως, στην μεν κάλυψη της επικαιρότητας έχει δυνατότητα έκφρασης, μόνο εφόσον έχει καταφέρει να είναι παρών στα συμβάντα, σε διαφορετική περίπτωση θα καταγράψει τις συνέπειες και όχι το ίδιο το συμβάν, ενώ στην περίπτωση που κάνει θέματα φτάνει στην ολοκλήρωση τους μόνο όταν έχοντας ακολουθήσει τους μεθοδολογικούς κανόνες  έρευνας καταφέρνει να προσεγγίσει και κερδίσει την εμπιστοσύνη των ανθρώπων που εμπλέκονται στο θέμα που κάνει.  Η προσέγγιση και απόκτηση εμπιστοσύνης είναι τα κλειδιά σε κάθε επιτυχή ερευνητική εργασία, πολύ δε περισσότερο στη φωτογραφική  της έκφραση, αφού μόνο όταν υπάρξει μια τέτοια σχέση γίνεται δυνατόν το υποκείμενο να ανοίξει τον εσωτερικό του κόσμο και να αφήσει στο φωτογράφο να τον καταγράψει.

 

Η φωτογραφία είναι επικοινωνία, που σημαίνει ότι ο φωτογράφος καταγράφει και εξωτερικεύει, εκμαιεύει, εκφράζει σκέψεις, απόψεις, γνώσεις και συναισθήματα ανθρώπων. Αποτελεί τον μεσάζοντα που με την τέχνη του και τις τεχνικές του δεξιότητες στη χρήση του φακού και γενικά της φωτογραφικής τέχνης  εξωτερικεύει φωτογραφικά, σε δυναμική μορφή εικόνας, τη στάση και αντίδραση των ανθρώπων στα μικρά και μεγάλα, σημαντικά και ασήμαντα, ευχάριστα και δυσάρεστα, χαρούμενα και τραγικά κοινωνικά δρώμενα.  Για να το πετύχει δε αυτό χρειάζεται ο ίδιος να έχει κατανοήσει τα δρώμενα που θέλει να εκφράσει, ήτοι να τα έχει ερευνήσει, και δεύτερον να βρει τρόπους να ανοίξουν οι εμπλεκόμενοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τον εσωτερικό τους κόσμο, τις σκέψεις τους και τα συναισθήματα τους  προς αποτύπωση και απαθανάτιση στο φωτογραφικό φακό.

Για το φωτογράφο, λοιπόν, όπως περισσότερο για τον δημοσιογράφο και πολύ περισσότερο τον κοινωνιολόγο και τον κοινωνικό επιστήμονα, αλλά και κάθε είδους ερευνητή των ανθρώπινων και φυσικών φαινόμενων, ένας τρόπος υπάρχει για να καταλάβει και αφομοιώσει εκείνα που ενδιαφέρεται να γνωρίσει και επικοινωνήσει και  αυτός είναι η έρευνα.

Φυσικά και ο φωτογράφος δεν είναι επιστήμονας και δεν ερευνά με τον τρόπο που ερευνά ένας επιστήμονας με βάση την υπόθεση ότι ο κόσμος διέπεται από τις  σχέσεις  αιτίου και αιτιατού.  Όμως, ο φωτογράφος ακριβώς επειδή χειρίζεται ένα μέσον με συνθετικές και στατικές εκφραστικές δυνατότητες  χρειάζεται να έχει ή να αποκτήσει τη δυνατότητα  διείσδυσης  και βαθύτερης κατανόησης των θεμάτων ή προβλημάτων, των ανθρώπινων σχέσεων και των ανθρώπινων παθών, που επιδιώκει κάθε φορά να επικοινωνήσει και εκφράσει μέσω του φακού του.

Εκείνο που  ενδιαφέρει περισσότερο και στο οποίο πρέπει να δίνουμε τη μεγαλύτερη δυνατή έμφαση είναι οι τρόποι προσέγγισης  και η δημιουργία σχέσης εμπιστοσύνης και κατανόησης των ανθρώπων που τη ζωή τους παρατηρούμε και από την οποία ζητάμε να καταγράψουμε κάποιες σημαντικές στιγμές, που όμως θα λένε πολλά, θα λένε πράγματα που ένας δημοσιογράφος ή ένας συγγραφέας θα ήθελε χιλιάδες λέξεις να τα πει.

 

Η ερευνητική διαδικασία.

 Τόσο στις κοινωνικές επιστήμες όσο και στη δημοσιογραφική έρευνα χρειαζόμαστε δύο βασικά πράγματα, τη συγκέντρωση και διασταύρωση πληροφοριών.  Αφού ο ερευνητής επιλέξει το θέμα που θα ερευνήσει, η πρώτη κίνηση που είναι απαραίτητη αφορά τη συγκέντρωση και μελέτη του ονομαζόμενου αρχειακού υλικού. Σίγουρα κάθε θέμα έχει το ιστορικό του και κάποιοι άλλοι πριν από μας καταπιάστηκαν με το ίδιο ή παρεμφερή θέματα και τα ευρήματα τους οφείλουμε να τα γνωρίζουμε πριν προχωρήσουμε στη δική μας έρευνα, αφενός για να μην  αναζητούμε ήδη γνωστά πράγματα και αφετέρου  για να προσδιορίσουμε το δικό μας ερευνητικό πεδίο και  την δική μας υπόθεση εργασίας. Σε κάθε περίπτωση όσο περισσότερα γνωρίζουμε για το ιστορικό του θέματος μας τόσο καλύτερα προσαρμοζόμαστε και προσδιορίζουμε τα ζητούμενα και τους στόχους μας.

Ειδικά για τον φωτογράφο και περισσότερο για τον φωτορεπόρτερ η γνώση του θέματος τον κατευθύνει να εστιάσει στα σημαντικά σημεία που διαφορετικά μπορεί ενώ βρίσκεται επί τόπου και υπό την πίεση των συμβάντων να μην τα προσέξει και να τα χάσει.Το ιστορικό της κάθε υπόθεσης είναι ουσιαστικής σημασίας διότι  βοηθάει τον ρεπόρτερ / φωτορεπόρτερ να την κατανοήσει καλύτερα και να κάνει τις καίριες υποθέσεις και σωστές ερωτήσεις.  Η αρχειακή έρευνα βοηθάει, ρεπόρτερ / φωτορεπόρτερ και το κοινό να γνωρίσουν όχι μόνο το τι γίνεται, αλλά και το γιατί γίνεται. Οδηγεί όχι μόνο στην καταγραφή, αλλά και την εξήγηση των φαινομένων.

 

Το επόμενο βήμα βέβαια είναι η συγκέντρωση των στοιχείων που επιβεβαιώνουν ή απορρίπτουν την υπόθεση.  Για τη συγκέντρωση των στοιχείων χρειάζεται να επιλέξουμε την ερευνητική μέθοδο που θα ακολουθήσουμε. Σε όλες τις κοινωνικού περιεχομένου έρευνες, συμπεριλαμβανομένης και της δημοσιογραφικής,  η συλλογή των πληροφοριών γίνεται μέσωτης άμεσης  συνέντευξης και της παρατήρησης ή της διακριτικής  ή συμμετοχικής παρατήρησης.

Δηλαδή, ο ερευνητής στην περίπτωση που αποφασίσει να συγκεντρώσει τις πληροφορίες του για το  Χ  θέμα μέσω συνέντευξης μπορεί να κατασκευάσει ένα ερωτηματολόγιο το οποίο θα ζητήσει από ένα δείγμα του υπό μελέτη πληθυσμού να απαντήσει.  Μπορεί όμως και να επιλέξει να πλησιάσει με κάποιο πρόσχημα την υπό μελέτη ομάδα ανθρώπων και απλά να παρατηρήσει τη συμπεριφορά της (διακριτική παρατήρηση) ή να συγκεντρώσει τις  πληροφορίες του συμμετέχοντας στη ζωή και δραστηριότητες της ομάδας (συμμετοχική παρατήρηση).

Στην πρώτη περίπτωση παρατηρούμε τις δραστηριότητας των ανθρώπων χωρίς να παρεμβαίνουμε  και να συμμετέχουμε οι ίδιοι σε αυτές , ενώ στη δεύτερη παρατηρούμε τις δραστηριότητες των ανθρώπων συμμετέχοντας και οι ίδιοι σε αυτές.

 

Πίνακας  1

Απαραίτητα βήματα ερευνητικής μεθόδου.

  • Επιλογή προβλήματος
  • Επισκόπηση σχετικής με το πρόβλημα βιβλιογραφίας.
  • Σχηματισμός κάποιας υπόθεσης.
  • Επιλογή ερευνητικής μεθόδου.
  • Ανάλυση δεδομένων
  • Καταγραφή συμπερασμάτων.

 

Η Μέθοδος της Διακριτικής  Παρατήρησης ενδείκνυται  στο φωτορεπορτάζ.

«Μπορείς να μάθεις πολλά , απλώς βλέποντας», παρατηρούν  οι  M. Hughes και C.J. Kroehler, στο βιβλίο τους  «Κοινωνιολογία : Οι Βασικές Έννοιες», ( Εκδόσεις Κριτική,  Αθήνα,  2007.)   Από την απλή παρατήρηση καταγράφει κανείς πλήθος πληροφοριών για συγκεκριμένες ομάδες και κοινωνικούς χώρους. Όμως, σπάνια φτάνει σε επαρκή στοιχεία που θα διασταυρώνουν, επαληθεύοντας ή απορρίπτοντας,  υποθέσεις εργασίας, εικασίες ή και πληροφορίες.

Για να έχουμε ένα τεκμηριωμένο αποτέλεσμα είναι απαραίτητη και η επαφή με τα εμπλεκόμενα στην ιστορία άτομα, καθώς και με αυτόπτες μάρτυρες συμβάντων  και η άντληση από αυτούς  πληροφοριών. Η διασταύρωση στοιχείων είναι βασική διεργασία σε κάθε είδους έρευνα και ειδικότερα στην δημοσιογραφική. Είναι προφανές ότι στο κυνήγι της άμεσης επικαιρότητας του φωτορεπορτάζ δεν υπάρχουν περιθώρια για συγκέντρωση στοιχείων και διασταύρωση. Η γνώση του χώρου που καλύπτουμε και η ετοιμότητα του φωτορεπόρτερ είναι τα μόνα που μπορούν να βοηθήσουν κάτω από τις δύσκολες και πολύ πιεστικές συνθήκες που συνήθως γίνεται το φωτορεπορτάζ.

Έχοντας μια γενικότερη αντίληψη και γνώση της κατάστασης την οποία καλύπτει ο ρεπόρτερ/φωτορεπόρτερ στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις περισσότερες των περιπτώσεων στην παρατήρηση και σε κάποιες περιπτώσεις λόγω αδυναμίας προφορικής επικοινωνίας αποκλειστικά στην οπτική παρατήρηση.

Ο Πολωνός ανταποκριτής, Ρισάρντ Καπισίνσκι,   περιγράφει μια τέτοια εμπειρία του.  Αναφερόμενος στην επανάσταση του Χομεϊνί, στο Ιράν, περιγράφει πως μη γνωρίζοντας την ντόπια γλώσσα στηριζότανε σε παρατηρήσεις κινήσεων καταστηματαρχών στην αγορά, πότε έβγαζαν έξω και άπλωναν τα εμπορεύματα και πότε όχι, για να περιμένει λαϊκές κινητοποιήσεις και επεισόδια προκειμένου να είναι σε θέση να τα παρακολουθήσει και καταγράψει.

Στο φωτορεπορτάζ η παρατήρηση και καταγραφή συμβάντων χωρίς περαιτέρω διερεύνηση είναι όχι μόνο θεμιτή αλλά στις περισσότερες των περιπτώσεων αναπόφευκτη  αφού η όλη διαδικασία γίνεται υπό την πίεση της τρέχουσας επικαιρότητας και το κυνηγητό της αποκλειστικότητας  ή της άμεσης ενημέρωσης.    Επομένως, είναι αυτονόητο ότι η μέθοδος της παρατήρησης είναι η καταλληλότερη για το φωτορεπορτάζ. Το κυνηγητό της είδησης, η μοναδικότητα των συμβάντων και η αμεσότητα της ενημέρωσης δεν αφήνουν περιθώρια για διερεύνηση και βαθύτερη καταγραφή και κατανόηση των συμβάντων.  Εξυπακούεται βέβαια ότι ο φωτορεπόρτερ είναι καλά ενημερωμένος για τα γεγονότα που καλύπτει έτσι που να ξέρει που να εστιάσει ανά πάσα στιγμή.  Θα πρέπει να είναι σε θέση να διακρίνει το σημαντικό και σε ετοιμότητα να το καταγράψει.

 

Η  Μέθοδος  της  Συμμετοχικής  Παρατήρησης ενδείκνυται στο θεματικό ρεπορτάζ .

Η παρατήρηση  από μόνη της σπάνια αποτελεί ικανοποιητικό κριτήριο προσέγγισης της πραγματικότητας στο θεματικό – ερευνητικό ρεπορτάζ/φωτορεπορτάζ.  «Κατέστησα αρχή μου να μην γράψω την πρώτη ιστορία που περιήλθε  σε γνώση μου και ούτε να καθοδηγηθώ από τις γενικές εντυπώσεις μου», γράφει ο Θουκυδίδης στην αφήγηση του Πελοποννησιακού Πολέμου, τονίζοντας στη συνέχεια την ανάγκη για διασταύρωση των πληροφοριών.  Με άλλα λόγια, είναι σημαντικό να αμφισβητούμε τα όσα παρατηρούμε ερευνώντας ένα θέμα, διότι μόνο έτσι μπαίνουμε στη διαδικασία της διερεύνησης του, που οδηγεί στη συγκέντρωση πληροφοριών, την διασταύρωση και επαλήθευση, δηλαδή στην προσέγγιση της πραγματικότητας.

Η πιο συνηθισμένη μέθοδος είναι αυτή της  παρατήρησης δια της συμμετοχής, όπου ο ρεπόρτερ/φωτορεπόρτερ, πολλές φορές κρύβοντας, τουλάχιστον στο πρώτο στάδιο, την πραγματική του ταυτότητα, εισχωρεί στον υπό διερεύνηση χώρο.  Ο φόβος στην δημόσια έκθεση και ανεπιθύμητες  εξ αυτής συνέπειες κάνει τους ανθρώπους που βιώνουν προβληματικές, δύσκολες, μη διαφανείς ή και παράνομες καταστάσεις να είναι καχύποπτοι και απρόθυμοι να μιλήσουν σε ένα ρεπόρτερ, αλλά και σε κάθε άγνωστο εισβολέα στο συγκεκριμένο χώρο πολύ δε περισσότερο να εκτεθούν μπροστά στο φωτογραφικό φακό.Επομένως, για να μπορέσει ο ρεπόρτερ/ φωτορεπόρτερ να αποσπάσει πληροφορίες που θα τον βοηθήσουν να καταλάβει την πραγματικότητα με σκοπό βέβαια να την κάνει γνωστή στην κοινωνία, πρέπει με τον ένα τρόπο ή τον άλλο να προσεγγίσει το συγκεκριμένο χώρο μέσω   των πρωταγωνιστών ή παραγόντων με κάποια επιρροή, προκειμένου να κερδίσει την εμπιστοσύνη της υπό διερεύνηση ομάδας.  Η εμπιστοσύνη αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να αρχίσουν τα μέλη μιας ομάδας όχι απλά να δίνουν πληροφορίες, αλλά να ανοίγουν τον εσωτερικό τους κόσμο και να παρουσιάζουν την πλήρη πραγματικότητα.

Όταν διεισδύσει κάποιος σε μια ομάδα χωρίς να αποκαλύψει την ταυτότητα του και καταφέρει να εκληφθεί ως ένας εξ αυτών, τότε αρχίζει να λύνει το πρόβλημα.

Ζει και συμπεριφέρεται όπως όλοι οι άλλοι και επομένως μπορεί να συλλάβει την πραγματικότητα παρατηρώντας τα τεκταινόμενα και συνομιλώντας.   Το κατά πόσο ο ρεπόρτερ θα βγει από την έρευνα χωρίς να αποκαλύψει την ταυτότητα του και θα προχωρήσει στη δημοσίευση του σχετικού ρεπορτάζ είναι  θέμα του κατά πόσο αποκαλύπτει ονόματα και καταστάσεις, το βαθμό που οι ενέργειες που αποκαλύπτει είναι παράνομες και θα υπάρξουν διώξεις, κτλ..

Είναι πιο συνηθισμένο πάντως, ο ρεπόρτερ μετά το πρώτο στάδιο προσέγγισης και αφού έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη των μελών μιας ομάδας να αποκαλύπτει  και την πραγματική του ταυτότητα και τον σκοπό της διείσδυσης του στο χώρο.  Για τον φωτορεπόρτερ βέβαια η αποκάλυψη κάποια στιγμή της ταυτότητας του και των πραγματικών του προθέσεων είναι απαραίτητη για να μπορέσει στο τελικό στάδιο της ερευνάς του να καταγράψει και αφηγηθεί το θέμα του.

Να σημειώσω εδώ ότι τη μέθοδο αυτή έχουν υιοθετήσει και ακολουθήσει, ενστικτωδώς ή ενσυνείδητα πολλοί γνωστοί φωτογράφοι. Είναι, μπορώ να πω, η πλέον κατάλληλη και ενδεδειγμένη για τη φωτογραφία μέθοδος γενικά, για το ερευνητικό φωτορεπορτάζ ειδικά, επειδή, όπως έχω αναλύσει αλλού, η φωτογραφία είναι συνθετικό και στατικό μέσον έκφρασης.

Μέσα σε ένα κάδρο, σε λίγες εικόνες , θα πρέπει ο φωτορεπόρτερ να εκφράσει όχι την επιφάνεια αλλά την ουσία των πραγμάτων. Θα πρέπει να μας δώσει όχι μόνο την εικόνα του χρήστη ουσιών όταν κάνει χρήση, αλλά και τον χρήστη θύμα, που υποφέρει. Στο τελικό αυτό δε αποτέλεσμα ο φωτογράφος ρεπόρτερ μπορεί να φτάσει μόνο όταν ο ίδιος ο χρήστης σου ανοίξει την πόρτα του εσωτερικού του κόσμου και σου επιτρέψει  να τον δεις και καταγράψεις.

Το ζητούμενο, το κλειδί που θα επιτρέψει στον ερευνητή ρεπόρτερ ή φωτορεπόρτερ να αντλήσει πληροφορίες σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η απόκτηση με τον ένα τρόπο ή τον άλλο της εμπιστοσύνης των εμπλεκόμενων στο θέμα ατόμων.

 

Δείγμα κοινωνιολογικής προσέγγισης

Στο σημείο αυτό παραθέτω ένα απόσπασμα από το βιβλίο  «Κοινωνιολογία : Οι βασικές έννοιες», των M. Hughes, C.J. Croehler, (Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 2007),  το οποίο περιέχει χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής της εν λόγω μεθόδου με έμφαση στο δύσκολο και κρίσιμο σημείο της προσέγγισης και απόκτησης εμπιστοσύνης.

«Η έρευνα του Eliot Liebow,  για τους Αφροαμερικανούς σε ένα γκέτο της Ουάσιγκτον… περιλαμβάνει το στοιχείο της συμμετοχικής παρατήρησης. Ο Liebow, ένας λευκός άνδρας, ξεκίνησε την έρευνα του αναπτύσσοντας φιλικές σχέσεις με έναν Αφροαμερικανό, τον Tally Jackson,  στο κατάστημα  έτοιμου φαγητού “new Deal”.  Τις επόμενες εβδομάδες, ο Liebow γευμάτισε πολλές φορές στο εν λόγω κατάστημα. Οι άνδρες της γειτονιάς ήταν αρχικά καχύποπτοι απέναντι στον Liebow, όμως ο Tally τους καθησύχασε, δείχνοντας τους ότι ο Liebow ήταν φίλος του.

Μέσα σε λίγο καιρό, ο Liebow είχε γίνει πια αρκετά οικείος και αποδεκτός από τους έγχρωμους άνδρες της γειτονιάς, ώστε να μπορεί να τους επισκέπτεται στα δωμάτια και τα διαμερίσματα τους χωρίς να χρειάζεται να επικαλεστεί κάποια δικαιολογία ή εξήγηση. Ενώ λοιπόν δεν ανήκε σε καμία περίπτωση σε εκείνη την ομάδα, ο Liebow περιγράφει πως έγινε αποδεκτός.“Ήμουν μέλος της ομάδας”,  γράφει, “με την πλήρη έννοια της λέξης. Οι άνθρωποι που παρατηρούσα, γνώριζαν ότι τους παρατηρούσα, κι’ όμως μου επέτρεπαν να συμμετέχω στις δραστηριότητες και στη ζωή τους, σε τέτοιο βαθμό, που ακόμα μου προκαλεί έκπληξη”…»

Σε άλλες περιπτώσεις ο ρεπόρτερ δεν χρειάζεται να γίνει αποδεκτός από κάποια ομάδα γιατί και ο ίδιος πιστεύει και προωθεί τους στόχους της, ενώ παράλληλα παρατηρεί, καταγράφει και ερευνά τη δραστηριότητα της ομάδας του. Πρόκειται για τον ρεπόρτερ ακτιβιστή που όμως είναι δύσκολο να δει και καταγράψει την αντικειμενική πραγματικότητα, αφού και ο ίδιος πιστεύει και προωθεί τους στόχους της υπό διερεύνηση ομάδας.  Όπως και ο στρατευμένος κομματικά δημοσιογράφος  αναζητεί και καταγράφει μόνο εκείνο το κομμάτι της πραγματικότητας που είναι αποδεκτό και αποτελεί ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο του κόμματος ή της οργάνωσης την οποία υπηρετεί.

 

Μαθαίνοντας στην πράξη.

Η εμπειρία του Κ. Μπαλάφα στο Άγιο Όρος.

Υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα και αφηγήσεις γνωστών φωτογράφων σχετικά με τα εμπόδια που αντιμετώπισαν στην προσέγγιση και απόκτηση εμπιστοσύνης. Παραθέτω αυτό που αφηγήθηκε σε συνέντευξη του ο Κώστας Μπαλάφας.

Την πρώτη φορά που επισκέφθηκε κάποια συγκεκριμένη μονή στο Άγιο Όρος, ο ηγούμενος εξοργίστηκε όταν τον είδε να βγάζει τη φωτογραφική του μηχανή και να τραβάει φωτογραφίες. «Μόνο που δεν μου έσπασε τη μηχανή», είπε.  Ζήτησε ταπεινά συγνώμη και έβαλε τη μηχανή στην τσάντα του. Επισκέφτηκε μετά από καιρό πάλι το Άγιο όρος και την ίδια μονή και για μεγαλύτερο διάστημα στη διάρκεια του οποίου γνωρίστηκε καλύτερα και έκανε πιο στενές και φιλικές σχέσεις με τους μοναχούς και τον ηγούμενο. Πριν φύγει, του έκαναν  ένα αποχαιρετιστήριο  τραπέζι, όπου προς μεγάλη του έκπληξη άκουσε τον ηγούμενο να του λέει, «Δεν έφερες τη μηχανή σου  Κώστα να μας έβγαζες καμιά φωτογραφία».  Φυσικά, ακολούθησαν και άλλες επισκέψεις που είχαν σαν αποτέλεσμα την πλειάδα φωτογραφιών που περιλαμβάνονται στο άλμπουμ για το Άγιο Όρος,  στις οποίες ο μεγάλος φωτογράφος  εκφράζει το μυστήριο και μεγαλείο της μοναστικής ζωής στο περιβάλλον του επιβλητικού τοπίου του Όρους  Άθως.

 

Δείγμα προσέγγισης και χτισίματος εμπιστοσύνης.

Η πρώτη προσέγγιση και πόσο φυσιολογικά θα παίξει κανείς το ρόλο του είναι πάντα σημαντική. Πιο δύσκολη και σημαντική όμως είναι η εμπιστοσύνη που πρέπει να αποσπάσεις από τους ανθρώπους που μελετάς.  Χωρίς αυτή δεν πρόκειται να ανοίξουν την καρδιά τους και να σου εκμυστηρευθούν τον πόνο τους και τα προβλήματα τους.

Ένα δείγμα απόκτησης εμπιστοσύνης θα πάρουμε από το ρεπορτάζ της Λιλίκας Νάκου, που δημοσιεύτηκε σε τέσσερις συνέχειες στην εφημερίδα «Ακρόπολις»,  στις 16 – 19 Φεβρουαρίου, 1936.  Τίτλος του εν λόγω ρεπορτάζ ήταν: «Μία Ελληνίς διανοουμένη εν μέσω των γυναικών της αμαρτίας», ενώ ο υπέρτιτλος παρέπεμπε σε «Εικόνες από την τραγωδία της ζωής» και ο υπότιτλος στην ρήση του Χριστού «Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω».  Αντικείμενο της έρευνας ήταν η πορνεία. Η δυσκολία βέβαια για τη συγγραφέα – δημοσιογράφο ήταν να πλησιάσει τις πόρνες και να κερδίσει την εκτίμηση τους και την εμπιστοσύνη τους προκειμένου να της ανοίξουν την καρδιά τους και να της εκμυστηρευθούν τον πόνο τους και τα βάσανά τους. Η συγγραφέας-ρεπόρτερ  στην περίπτωση αυτή αρχικά κρύβει την ταυτότητα της.  Ξεπερνώντας τους όποιους δισταγμούς και φόβους της, καθ’ οδό προς τα Βούρλα, ένα είδος ελεγχόμενου πορνείου της εποχής, κάπου στη Δραπετσώνα, αποφασίζει:

«Πως θα φερνόταν σε μένα, μια γυναίκα; Γιατί να με κτυπήσουν ή να με διώξουν; Θα τους έλεγα, όπως άλλως τε είναι και αλήθεια, πως δεν πήγαινα τόσο για “έρευνα”, αλλά απλώς, ως άνθρωπος στον συνάνθρωπό του… Να τι συλλογιζόμουν μέσα στο τραμ, και στο δρόμο που με πήγαινε προς τα Βούρλα».

Όπως τα περισσότερα, αυτού του είδους το ρεπορτάζ  περιγράφει με λεπτομέρειες όλη τη διαδικασία προσέγγισης και γνωριμίας στο χώρο της έρευνας.

«Ο χωροφύλακας που φύλαγε εκεί, όταν είπα το σκοπό της επισκέψεως,  με άφησε να περάσω. Τον ρώτησα σχετικά με τις γυναίκες: “Περάστε να δείτε μονάχη σας. Δεν έχει τώρα κόσμο. Θα βρήτε καμμιά να μιλήσετε… Φτάνει να τύχετε σε καμμιά καλή”.

Και τράβηξα προς την απέραντη αυλή. Δεν ήξερα που να κατευθυνθώ, και προ παντός πώς να αρχίσω την κουβέντα μου, με τις γυναίκες. Καθόμουν κει πέρα ορθή, μη ξέροντας τι να πω. Έβρεχε τώρα σιγά, η μέρα ήταν σκοτεινιασμένη και υγρή… Μια γυναίκα με σηκωμένο το γιακά του πανωφοριού της, και με μακρύ φουστάνι βραδυνό, έμπαινε τρέχοντας από την πόρτα. Κρατούσε τσιγάρα στα χέρια. Της φώναξα: “Δεσποινίς! Μια στιγμούλα, παρακαλώ… Γυρεύω μια κοπέλλα  που λέγεται Μαρία Τάδε… Μήπως την ξέρετε; …”

Η γυναίκα κοντοστάθηκε… ”Μαρία, μα είναι πολλές Μαρίες. Το παρατσούκλι της  να μου πείτε. Εδώ ξεχνάμε τα ονόματα μας… Κάνει ψύχρα, μου λέει. Δεν έρχεσθε στο καφενείο, εκεί θα ρωτήσομε για ποια Μαρία λέτε…”.

Ακολούθησα τη γυναίκα. Δεν μου μιλούσε τώρα, μονάχα μου έρριχνε ματιές που και που. Ένιωθα πως με παρατηρούσε καλά-καλά… Πέντε έξη γυναίκες , με ρόμπες καθισμένες στις καρέκλες, κουβέντιαζαν. Μόλις μπήκα, τα μάτια τους καρφώθηκαν σε μένα.

-Ποια είναι τούτη; ρώτησε μια χονδρή εχθρικά.

-Γυρεύω μια Μαρία Τάδε, είπα. Την είχαμε στο σπίτι και ήθελα να την ξανάβλεπα γιατί την αγαπούσα…

Οι γυναίκες με περικύκλωσαν. Με κύτταζαν με αντιπάθεια. Η χοντρή, φωνάζει “Μπας και είσαι καμμιά  απ’ αυτές, που έρχονται δω πέρα για να μας πούνε ν’ αλλάξουμε τάχα δουλειά, και πως είναι ντροπή…”

-Δεν έχω να κρίνω κανέναν, είπα γρήγορα, μην τύχει και αγριέψουν κιόλας… Πιάσαμε κουβέντα. Την πρώτη δυσκολία την είχα ξεπεράσει. Καθίσαμε γύρω από ένα τραπέζι του καφενείου. Οι γυναίκες άρχισαν να ρωτάνε εμένα ποια είμαι, τι δουλειά κάνω, πως με λένε…

 

Η συγγραφέας-δημοσιογράφος χειρίστηκε με δεξιοτεχνία τις γυναίκες, έδειξε ότι δεν πήγαινε εκεί να τις κρίνει, πολύ δε περισσότερο , να τις κατακρίνει. Από τη στιγμή που λάβανε αυτό το μήνυμα, οι καρδιές άνοιξαν και οι γλώσσες λύθηκαν.  Τα είχε καταφέρει και είχε κερδίσει τη συμπάθεια τους και την εμπιστοσύνη τους. Και όπως έχουμε τονίσει, αυτό είναι το κομβικό σημείο που κρίνει την επιτυχή ή μη έκβαση ενός ερευνητικού ρεπορτάζ.

 

Πρακτικές οδηγίες

Δεν υπάρχει κάποια φόρμουλα, κάποιοι κανόνες που ο ρεπόρτερ/φωτορεπόρτερ πρέπει να ακολουθήσει για να πετύχει την προσέγγιση και την εμπιστοσύνη των ανθρώπων που ερευνά.

Κάθε περίπτωση είναι διαφορετική και παρουσιάζει ιδιομορφίες που δεν  μπαίνουν σε καλούπια.  Η επιτυχία εξαρτάται από την ετοιμότητα, εφευρετικότητα και αποφασιστικότητα του ρεπόρτερ όταν βρεθεί στο ερευνητικό πεδίο. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε στην αίθουσα διδασκαλίας είναι να επισημάνουμε κάποια σημεία προσοχής και να συστήσουμε ή και παροτρύνουμε τους επίδοξους ρεπόρτερ/φωτορεπόρτερ  να διαβάσουν ή ακούσουν ιστορίες από τις εμπειρίες  των παλιότερων.Θα περιοριστώ επομένως εδώ  σε μερικά σημεία προσοχής ή οδηγίες με πράγματα που πρέπει να κάνει ή να αποφύγει  ο ρεπόρτερ/φωτορεπόρτερ σ’ αυτό το κομβικό σημείο της δουλειάς του.

Κατ’ αρχήν,  προσεγγίζεις το συγκεκριμένο χώρο προσαρμόζοντας την εμφάνιση σου και τη συμπεριφορά σου, έτσι που να φαίνεσαι ένας εξ αυτών.

Δεν πηγαίνεις για ρεπορτάζ σε μια υποβαθμισμένη εργατική συνοικία ντυμένος με την τελευταία λέξη της μόδας, με πολυτελές αυτοκίνητο ή ακόμα και με ταξί και δεν μιλάς στους ανθρώπους αφ’ υψηλού, ούτε τους σνομπάρεις, αν δεν θες ευθύς εξ αρχής να σου γυρίσουν την πλάτη.

Αποφεύγεις την υπεροπτική συμπεριφορά, αν δεν θέλεις να κάψεις την έρευνα πριν καν την αρχίσεις.Αντίθετα φροντίζεις να συμπεριφέρεσαι απλά και φιλικά.

Προσπαθείς να κερδίσεις την εμπιστοσύνη δείχνοντας τη μεγαλύτερη δυνατή κατανόηση για τους συνομιλητές  σου, ακόμα και όταν διαφωνείς μαζί τους.

Δεν προσπαθείς να καταγράψεις κρυφά εικόνες ή συνομιλίες.  Αν το ανακαλύψουν έχασες το παιχνίδι.

Όταν κρίνεις ότι έφτασε η ώρα έχοντας ενδείξεις ότι πλέον έχεις κερδίσει την εμπιστοσύνη της ομάδας, αποκαλύπτεις την ταυτότητα σου και εξηγείς με κάθε ειλικρίνεια το σκοπό της έρευνάς σου.

Η συμφωνία για παραχώρηση κάποιας συνέντευξης και πολύ περισσότερο η μαγνητοφώνηση της σημαίνει ότι έχεις ανοίξει διάπλατα ο δρόμος για τη συλλογή πληροφοριών και την κατανόηση της πραγματικότητας.

Ο φωτορεπόρτερ θα έχει φτάσει στο επιθυμητό στάδιο όταν μέλη της ομάδας πρόθυμα δεχθούν να αποθανατιστούν από το φακό του.

Το μέγεθος δε της εμπιστοσύνης θα φανεί από τα κατά πόσο θα σταθούν αυθόρμητα και στη φυσική τους κατάσταση απέναντι στο φακό ή αν θα προσπαθήσουν να δώσουν μια πιο καλυμμένη εικόνα του εαυτού τους.

Πρέπει να θυμόμαστε πάντα ότι για το φωτογράφο το ζητούμενο είναι να του ανοίξει ο απέναντι του τον εσωτερικό του κόσμου, την καρδία του και να αφήσει το φακό να τα αποθανατίσει.

——————————————————–

gia

Μπορεί κάποιος σχετικά εύκολα να καταγράψει τέτοιες εικόνες χρήσης ουσιών. Το δύσκολο είναι να καταγράψεις την ψυχική εξαθλίωση του χρήστη. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσω της προσωπικής προσέγγισης και της απόκτησης της εμπιστοσύνης του, μόνο εφ’ όσον στο επιτρέψει ο ίδιος.

 

———————————————–

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                            

 

                                   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας και κερδίστε 10% έκπτωση σε όλα τα σεμινάριά μας!