ΠΕΡΙ  ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου

Γενικά

Εκτιμώ ότι είναι υγιές το ενδιαφέρον των κοινωνιολόγων για την φωτογραφία, πλην όμως θεωρώ ότι είναι η όλο και μεγαλύτερη συνειδητοποίηση από μεριάς φωτογράφων της ανάγκης να γνωρίζουν τι φωτογραφίζουν, επομένως την ανάγκη βαθύτερης κατανόησης της κοινωνίας στην εξέλιξή της, τα κοινωνικά φαινόμενα και προβλήματα.  Η κοινωνιολογία έτσι κι’ αλλιώς με κύριο μέσο λειτουργίας και έκφρασης τον γραπτό και προφορικό λόγο θα συνεχίσει την πορεία της στην μελέτη και κατανόηση του κοινωνικού γίγνεσθαι. Το αν μπορεί να αξιοποιήσει την φωτογραφία και γενικά την εικόνα προς αυτό το σκοπό είναι δευτερευούσης, κατά τη γνώμη μου, σημασίας. Αναμφίβολα, η φωτογραφία μπορεί να ενισχύσει τα κοινωνιολογικά κείμενα πολλαπλασιάζοντας την δύναμη επιρροής τους. Δεν προσθέτει όμως κάτι περισσότερο ως προς την ουσία της κοινωνιολογικής έρευνας και κατανόησης του κοινωνικού γίγνεσθαι. Με απλά λόγια, ένας κοινωνιολόγος ή γενικά ένας κοινωνικός επιστήμονας μπορεί να κάνει κάλλιστα τη δουλειά του χωρίς τη χρήση εικόνας, ενώ η εικόνα όταν επιστρατεύεται επικουρικά δίνει και οπτική αντίληψη ή δυνατότητα αντίληψης της κοινωνικής πραγματικότητας, πράγμα που δεν πρέπει να υποτιμηθεί εάν θεωρούμε ότι αποστολή της κοινωνιολογίας δεν είναι απλά η κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας αλλά και η συνειδητοποίηση της από μέρος ή ολόκληρη την κοινωνία, απαραίτητη προϋπόθεση για διορθωτικές παρεμβάσεις. Για παράδειγμα, ήτανε οι φωτογραφίες που συνόδευαν τα πορίσματα των κοινωνιολογικών ερευνών για την παιδική εργασία και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των μεταναστών,  στις αρχές του περασμένου αιώνα, στις ΗΠΑ, που εντυπωσίασαν την αμερικανική κοινή γνώμη και ενέτειναν την ευαισθητοποίηση της και την ανάλογη άσκηση πίεσης που οδήγησε σταδιακά σε βελτιωτικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις

Εάν για τον κοινωνιολόγο η χρήση εικόνας στα κείμενα του είναι ενισχυτική, το ίδιο μπορούμε να πούμε ότι συμβαίνει και με το φωτογράφο και τη χρήση της κοινωνιολογικής γνώσης. Κάλλιστα οι φωτογράφοι λειτούργησαν επί δεκαετίες  κύρια με δεξιότητα και τον σωστό χειρισμό της φωτογραφικής μηχανής, δηλαδή του δικού τους μέσου έκφρασης. Για παράδειγμα, ένας φωτογράφος διαφημιστικής φωτογραφίας δεν χρειάζεται βαθύτερη κοινωνιολογική γνώση για να βγάλει άρτιες τεχνικά φωτογραφίες που αναδεικνύουν τα διάφορα προϊόντα και αυξάνουν την πώληση τους.

Εκεί που τέμνονται η φωτογραφική έκφραση με την κοινωνιολογική μελέτη είναι στον ευρύτερο χώρο της ενημέρωσης, καταγραφής και κατανόησης του κοινωνικού γίγνεσθαι. Στην περίπτωση του ρεπορτάζ και ιδιαίτερα του ερευνητικού, της ερευνητικής δημοσιογραφίας με μέσο έρευνας και έκφρασης την εικόνα, ο φωτογράφος μπορεί να ανταπεξέλθει στην πολυπλοκότητα των κοινωνικών θεμάτων με τα οποία καταπιάνεται μόνο εφ’ όσον είναι σε θέση να τα κατανοήσει διότι πολύ απλά δεν μπορείς να εξωτερικεύσεις κάτι το οποίο δεν έχεις πρώτα εσωτερικεύσει, δεν μπορείς να εκφράσεις κάτι αν πρώτα δεν το έχεις κατανοήσει. Και φυσικά η κατανόηση απαιτεί την συστηματική παρατήρηση, την αμφισβήτηση, την διερεύνηση και επαλήθευση ή απόρριψη των υποθέσεων που προκύπτουν από τις αρχικές παρατηρήσεις. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να φτάσει κανείς στην πραγματικότητα, στην αλήθεια, άσχετα με το μέσο που θα χρησιμοποιήσει τόσο στο στάδιο της μελέτης και έρευνας όσο και σ’ αυτό της έκφρασης. Ο φωτογράφος επομένως που επιδίδεται είτε στην ενημέρωση είτε στην διερεύνηση κοινωνικών φαινομένων και προβλημάτων χρειάζεται σαν εφόδιο, πέρα από την τεχνική κατάρτιση, την κοινωνιολογική προσέγγιση ή τουλάχιστον την εξοικείωση με την κοινωνιολογική ερευνητική μεθοδολογία.

Περί κοινής έλευσης στο προσκήνιο.

Οι περισσότερες μελέτες ή αναφορές στη σχέση της κοινωνιολογίας με τη φωτογραφία επισημαίνουν την ταυτόχρονη εμφάνιση τους στις αρχές του 19ου αιώνα. Όπως επισημαίνει ο Howard Becker:   «Η  Φωτογραφία και η κοινωνιολογία έχουν περίπου την ίδια ημερομηνία γέννησης, αν αποδεχτούμε τη γέννηση της κοινωνιολογίας την πρώτη- δημοσίευση του έργου του Comte, και τη γέννηση της φωτογραφίας ως ημερομηνία το 1839, όταν ο Daguerre δημοσιοποίησε τη μέθοδο του για τον καθορισμό μιας εικόνας σε μια μεταλλική πλάκα.  Από την αρχή και οι δύο εργάστηκαν  σε πολλά και διαφορετικά πεδία. Μεταξύ αυτών, ήταν και  η διερεύνηση της κοινωνίας» 

Στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε ότι η μεν κοινωνιολογία αποτελεί στροφή της γενικότερης φιλοσοφικής, πολιτικής και οικονομικής σκέψης σε συγκεκριμένα κοινωνικά φαινόμενα και κύρια στην συνοχή και εξέλιξη της ίδιας της κοινωνίας. Η κοινωνιολογία σαν κλάδος επιστημονικής έρευνας και μελέτης είναι σε ένα μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και της αστικοποίησης της κοινωνίας. Η ίδια η κοινωνική μετάβαση από τη φεουδαρχική στην αστική κοινωνία αποτελεί πεδίο διερεύνησης, (Μαρξ, Βέμπερ, κ.α.), ενώ το ενδιαφέρον των πρώτων κοινωνιολόγων έλκουν και οι καινούργιες κοινωνικές σχέσεις και συνθήκες, καθώς και τα πολλά και μεγάλα προβλήματα που προκύπτουν κύρια στα μεγάλα αστικά κέντρα. Συνεπώς, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η κοινωνιολογία εμφανίζεται στο προσκήνιο τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο προκειμένου να διερευνήσει και κατανοήσει τόσο την κοινωνική εξέλιξη, κύρια την έλευση και ανάπτυξη του καπιταλισμού, τις καινούργιες κοινωνικές σχέσεις και φυσικά τα καινούργια και μεγάλα κοινωνικά προβλήματα. Εν κατακλείδι, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η κοινωνιολογία οφείλει την ύπαρξή της στην εμφάνιση και ανάπτυξη του καπιταλισμού και της αστικής κοινωνίας.

Κατά έναν περίεργο και διαφορετικό τρόπο, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι και η φωτογραφία οφείλει την εμφάνισή της στην ανάπτυξη του καπιταλισμού και της αστικής κοινωνίας. Η Γκιζέλ Φρόιντ στο βιβλίο της «Κοινωνία και Φωτογραφία» εξηγεί πως η ανάπτυξη της αστικής κοινωνίας οδήγησε κάποια στιγμή στη μεγάλη ζήτηση για τη δημιουργία μικρών κύρια πορτραίτων. Η ανερχόμενη νέα αστική τάξη, μιμούμενη προφανώς την προκάτοχο κυρίαρχη αριστοκρατική, καθιέρωσε το πορτραίτο μινιατούρα, που όμως χρειαζότανε την τέχνη του ζωγράφου, αρκετό χρόνο να παραχθεί και αρκετά υψηλό κόστος. Η αναζήτηση τρόπων παραγωγής  πορτραίτων με μηχανικό τρόπο που θα απαιτούσε λιγότερο χρόνο παραγωγής και χαμηλότερο κόστος υπήρξε το βασικό κίνητρο που οδήγησε στην ανακάλυψη της φωτογραφικής τεχνικής.

Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι όχι μόνο κοινωνιολογία και φωτογραφία είναι παράγωγα της καπιταλιστικής ανάπτυξης και αστικοποίησης της κοινωνίας, αλλά ακόμα και ότι στην μεν κοινωνιολογία οι πρώτοι που την υπηρέτησαν ήταν διανοούμενοι με ευρεία φιλοσοφική παιδεία, στη δε φωτογραφία ζωγράφοι με υψηλή πνευματική καλλιέργεια και αναπτυγμένη αισθητική. Και στις δύο περιπτώσεις, και στους δύο κλάδους μελέτης και καταγραφής, με διαφορετικά βέβαια μέσα, της κοινωνικής πραγματικότητας, των κοινωνικών σχέσεων και προβλημάτων η αρχή έγινε με διανοούμενους υψηλού κύρους και μεγάλης κοινωνικής αποδοχής, πράγμα που προσέδωσε ιδιαίτερα υψηλό κύρος τόσο στην επιστήμη της κοινωνιολογίας που προέκυψε όσο και στην τέχνη της φωτογράφισης που έκανε δειλά τα πρώτα της βήματα.

Διαφορετικοί δρόμοι.

Η κοινωνιολογία ακολούθησε το δικό της ξεχωριστό δρόμο μελέτης και διερεύνησης της κοινωνίας. Οι κοινωνιολόγοι επιδόθηκαν στη μελέτη όλων σχεδόν των πτυχών της κοινωνίας, των κοινωνικών σχέσεων και προβλημάτων. Με την πάροδο του χρόνου η νέα αυτή ανθρωπιστική επιστήμη απέκτησε όχι μόνο κύρος αλλά και δημοφιλία. Στα περισσότερα πανεπιστήμια της δύσης δημιουργήθηκαν σχολές ή τμήματα κοινωνιολογίας προσελκύοντας το ενδιαφέρον πολλών νέων ανθρώπων που ήθελαν να κατανοήσουν πως λειτουργεί η κοινωνία, αλλά και πως μέσω αυτής της μελέτης και κατανόησης μπορούσαν να συμβάλλουν στην βελτίωση της ποιότητα ζωής και στην επίλυση των μεγάλων κοινωνικών προβλημάτων. Οι γενιές των κοινωνιολόγων που βγήκαν από τις σχολές κοινωνιολογίας σ’ όλο τον κόσμο απασχολήθηκαν σε διάφορους τομείς στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα συμβάλλοντας στην βελτίωση της ποιότητας ζωής.

Από την άλλη, η φωτογραφία ακολούθησε μια τελείως διαφορετική πορεία. Η παραγωγή πορτραίτων και η καταγραφή ή καλλίτερα η απεικόνιση στιγμών από τις κοινωνικές δραστηριότητες των ανθρώπων υπήρξε το αντικείμενο δουλειάς των πρώτων επαγγελματιών φωτογράφων και των φωτογραφικών στούντιο που δημιούργησαν. Ο τεχνολογικός εξοπλισμός εξ αρχής περιόριζε την ακτίνα δράσης της φωτογραφικής τέχνης. Έτσι, για ένα μεγάλο σχετικά διάστημα η φωτογράφιση γινότανε κύρια στα στούντιο – φωτογραφεία και μόνο με την συνεχή τεχνολογική εξέλιξη κατέστη δυνατή η εξωτερική φωτογράφιση, δηλαδή η απεικόνιση στιγμών από την κοινωνική δραστηριότητα. Αρχικά οι φωτογράφοι βγάζανε το ψωμί τους φωτογραφίζοντας ανθρώπους, πορτραίτα. Αυτή ήταν η περίοδος της γνωστής «εβδομαδιαίας φωτογραφίας», που συνήθως κάθε οικογένεια έβγαζε για όλα τα μέλη της και κοσμούσαν το σαλόνι του σπιτιού. Στη συνέχεια προστέθηκαν οι φωτογραφίες από οικογενειακές εκδηλώσεις όπως γάμους και βαφτίσεις και από κοινωνικές εκδηλώσεις όπως σχολικές γιορτές, παρελάσεις, πανηγύρια, κ.α.. Η φωτογράφιση ήταν περισσότερο υπόθεση οικογενειακή και η δυνατότητα για μαζική φωτογραφική έκφραση ήταν εκ των πραγμάτων άκρως περιορισμένη. Στην καλύτερη περίπτωση, και εφ’ όσον ο φωτογράφος ξεπερνώντας τεράστιες δυσκολίες λόγω του πολύπλοκου και ογκώδη εξοπλισμού, κατάφερνε να συγκεντρώσει στιγμιότυπα από ένα γεγονός, όπως μια πολεμική εκστρατεία, θα μπορούσε να εκθέσει τις φωτογραφίες του σε μια αίθουσα εκθέσεων στα πρότυπα των εκθέσεων ζωγραφικής την οποία φυσικά θα μπορούσε να επισκεφτεί περιορισμένος αριθμός ανθρώπων.

Παράλληλα, η κοινωνιολογία και η κοινωνική έρευνα γενικά είχε επίσης περιορισμένο ακροατήριο ή αναγνωστικό κοινό. Απευθυνόταν κύρια στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Οι κοινωνιολογικές μελέτες και έρευνες απευθύνονταν στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο μέσω κύρια των πανεπιστημιακών αιθουσών και του ενδιαφερόμενου για τα κοινωνικά θέματα κοινού που διέθετε το κίνητρο και το χρόνο για τη σχετική μελέτη. Και το κοινό της κοινωνιολογικής δραστηριότητας ήταν και ως ένα μεγάλο βαθμό παραμένει και σήμερα περιορισμένο.

Διασταύρωση

Για ένα μεγάλο διάστημα και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα η κοινωνιολογική μελέτη και έρευνα και η φωτογραφική τέχνη ουδεμία σχέση είχαν πέραν του κοινού τους αντικειμένου που φυσικά είναι ο άνθρωπος.  Οι δρόμοι τους συναντήθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα όταν με την τεχνολογική ανακάλυψη του half tone η φωτογραφία απέκτησε τη δυνατότητα αναπαραγωγής της μέσω του Τύπου ξεπερνώντας τη διάσταση ή το εμπόδιο της μαζικότητας. Η αναπαραγωγή των φωτογραφιών μέσω του Τύπου υπήρξε μια μεγάλη επανάσταση στο χώρο της επικοινωνίας γενικά.

Η Γκιζέλ Φρόιντ στο προαναφερθέν βιβλίο της επισημαίνει το πώς η ζεύξη της εικόνας με τον Τύπο άλλαξε άρδην τον χώρο της επικοινωνίας δίνοντας τη δυνατότητα για οπτική αντίληψη του κόσμου.  Μέχρι τότε οι άνθρωποι είχαν περιορισμένη οπτική αντίληψη αφού ο χώρος στον οποίο ζούσαν και κινούνταν ήταν γεωγραφικά περιορισμένος. Πέρα αυτών των γεωγραφικών ορίων, η αντίληψη που είχαν για τον υπόλοιπο κόσμο προερχόταν κύρια από αφηγήσεις άλλων, όπως εμπόρων, ναυτικών, περιηγητών που περιέγραφαν μέρη και γεγονότα.  Φυσικό ήταν από τις περιγραφές αυτές να πλάθονται και διαφορετικές εικόνες από τον καθένα ανάλογα με τις εμπειρίες του και τις επιθυμίες του. Η είσοδος της φωτογραφίας στα ΜΜΕ έδωσε τη δυνατότητα για μια περισσότερο ομοιόμορφη και ακριβή οπτική αντίληψη του κόσμου, πέραν των φυσικών ατομικών γεωγραφικών ορίων του καθενός.

Πέραν αυτού, η φωτογραφία στον Τύπο συνεπικουρούμενη και από την τεχνολογική εξέλιξη του φωτογραφικού εξοπλισμού, άνοιξε το δρόμο για την επέκταση της δραστηριότητας των φωτογράφων στον χώρο της μαζικής ενημέρωσης. Σύμφωνα και πάλι με την Γκιζέλ Φρόιντ, ο δικηγόρος μιας μεγάλης εκδοτικής εταιρείας στο Βερολίνο, ο Εριχ Σάλομον, άνοιξε το δρόμο πουλώντας φωτογραφίες από διάφορα συμβάντα στην εταιρεία του. Η νέα του συναρπαστική ενασχόληση αποδείχτηκε και αρκετά κερδοφόρα και σύντομα τον οδήγησε να εγκαταλείψει τη δικηγορία και να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στη φωτοενημέρωση, το γνωστό φωτορεπορτάζ.  Το παράδειγμά του δεν άργησαν να ακολουθήσουν και άλλοι, κύρια φωτογράφοι, και να αναπτυχθεί ο επαγγελματικός κλάδος των φωτορεπόρτερ.

Το φωτορεπορτάζ γνώρισε μεγάλη άνθιση την περίοδο του μεσοπολέμου όπου όχι μόνο ο ημερήσιος Τύπος, αλλά και κυρίως ο περιοδικός άρχισε να μοιράζει το χώρο του  ανάμεσα στο γραπτό κείμενο και την εικόνα με τη  τελευταία να αποκτά όλο και μεγαλύτερο μερίδιο.  Έτσι, πέραν της οπτικής αντίληψης του κόσμου η τεχνολογική εφεύρεση που έκανε δυνατή την εκτύπωση των φωτογραφιών στον Τύπο αύξησε κατακόρυφα τη ζήτηση για φωτογραφίες και οδήγησε στην ανάπτυξη του φωτορεπορτάζ.

Ο φωτογράφος είχε την επιλογή εισόδου του στον κόσμο της ενημέρωσης. Μπορεί να είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο πρώτος ή ένας εξ των πρώτων φωτορεπόρτερ είχε ανώτερη πανεπιστημιακή παιδεία, με ευρύτερη πολιτική, κοινωνική και φιλοσοφική μόρφωση. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι όσοι ακολούθησαν το φωτορεπορτάζ είχαν υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Αντίθετα, θα έλεγα ότι αρχικά κύριο προσόν τους ήταν φυσικά ο καλός χειρισμός του φωτογραφικού εξοπλισμού αλλά και η τόλμη για δύσκολες και πολλές φορές ριψοκίνδυνες αποστολές. Στην πορεία όμως έγινε ολοφάνερο ότι η ευρύτερη κοινωνική ευαισθησία και κατανόηση του κοινωνικού γίγνεσθαι ήταν εξ ίσου σοβαρή προϋπόθεση για να ασχοληθεί κάποιος με επιτυχία με την φώτοενημέρωση.

Να πούμε ακόμα ότι η δυνατότητα εκτύπωσης φωτογραφιών στα έντυπα ανέδειξε και τον επικουρικό ρόλο της στην κοινωνιολογική έρευνα, αλλά και τον πολλαπλασιασμό της δύναμης πειθούς των ευρημάτων των διαφόρων ερευνών. Εικάζω ότι οι φωτογραφίες που συνόδευσαν τις κοινωνιολογικές μελέτες, στις αρχές του περασμένου αιώνα, στις ΗΠΑ, σχετικά με τις συνθήκες διαβίωσης των μεταναστών και την παιδική εργασία πολλαπλασίασαν τον τεράστιο αντίκτυπο και την επιρροή τους στην κοινωνία που αναπόφευκτα οδήγησαν σε   βελτιωτικές μεταρρυθμίσεις.

Η καταλυτική δύναμη της εικόνας.

Αυτό μας φέρνει στην ανάγκη, προς αποφυγή κάθε παρεξηγήσεως, να αναφερθούμε συνοπτικά και παρενθετικά στη δύναμη και τον πολλές φορές παραμορφωτικό ρόλο της εικόνας γενικά και της φωτογραφίας ειδικά. Ήδη από την αρχαία Ελλάδα είχε παρατηρηθεί η δυνατότητα της εικόνας για δημιουργία πλασματικής πραγματικότητας. Ο Πλάτων, που είχε κατανοήσει τη σημασία της αντικειμενικής ενημέρωσης στη λειτουργία όχι μόνο του δημοκρατικού αλλά του κάθε πολιτεύματος, πέραν της επιλογής των φιλοσόφων για τη διοίκηση της ιδανικής πολιτείας του είχε αποκλείσει από αυτήν τους ζωγράφους που με το έργο τους μπορούσαν να δημιουργήσουν ψευδαισθήσεις στους πολίτες προκαλώντας δυσλειτουργίες στο πολίτευμα του. Οι εικονομαχίες στους κόλπους της εκκλησίας αποτελούν ένα άλλο παράδειγμα που επιβεβαιώνει τη δύναμη και δυναμική της εικόνας. Τέλος, να πούμε ότι στην εποχή μας η εικόνα έχει συμβάλλει σημαντικά και αποτελεσματικά στην δημιουργία πλασματικής πραγματικότητας που αποτελεί την κύρια απειλή της δημοκρατίας. Κλείνει η παρένθεση με τη σημείωση ότι το θέμα έχω αναλύσει και εξηγήσει στο βιβλίο μου «Περί ενημέρωσης και δημοκρατίας».

Κοινός τόπος

Τώρα, να επισημάνουμε ότι στο χώρο της καθημερινής ενημέρωσης ο φωτογράφος όπως και ρεπόρτερ κυνηγάει την είδηση και κάτω από την αφόρητη πίεση του χρόνου θα πρέπει όχι μόνο να την εντοπίσει και αναγνωρίσει αλλά και να την διασταυρώσει και επαληθεύσει πριν την δώσει στη δημοσιότητα. Έτσι, εκ των πραγμάτων και ο φωτογράφος όπως ο ρεπόρτερ χρειάζεται και γενικότερη κατανόηση του κοινωνικού γίγνεσθαι ώστε να μπορεί να αντιλαμβάνεται τα συμβάντα που καλείται να  καλύψει και να τα διαχειριστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και το συντομότερο χρόνο.  Ο φωτογράφος στην ενημέρωση είναι ένας ρεπόρτερ που κυνηγάει την είδηση πλην όμως την καταγράφει και εκφράζει όχι με τον γραπτό λόγο αλλά με τον φωτογραφικό του φακό.  Η διαφορά αυτή μπορεί να θέτει περιορισμούς και όρια πλην όμως δεν αλλάζει την ουσία στη λειτουργία τους αφού και οι δυο χρειάζονται αφ’ ενός την ευρύτερη κοινωνική κατανόηση που έρχεται με την μελέτη της κοινωνίας, αλλά και την ερευνητική μεθοδολογία που είναι κοινή τόσο στο ρεπορτάζ όσο και στην ερευνητική δημοσιογραφία και την κοινωνιολογική έρευνα. Επιγραμματικά, ακολουθεί την διαδρομή της παρατήρησης και μελέτης των σχετικών με το θέμα, την αμφισβήτηση των όποιων πρώτων παρατηρήσεων, εντυπώσεων, συμπερασμάτων, την διερεύνηση του θέματος μέσω συγκέντρωσης στοιχείων, την διασταύρωση και τελικά την επαλήθευση ή όχι των όποιων υποθέσεων μπήκαν προς εξέταση, πριν ολοκληρωθεί η εργασία και δοθεί στη δημοσιότητα. Η αναζήτηση της είδησης με την μέθοδο αυτή αποτελεί και τη βάση και το κύριο κριτήριο της αντικειμενικής ενημέρωσης. (Πιο αναλυτικά και το θέμα αυτό το αναπτύσσω στο «Περί ενημέρωσης και δημοκρατίας»).

Ο κοινός τόπος, το σημείο επαφής και συμπόρευσης της φωτογραφίας με την ενημέρωση και την κοινωνιολογία, βρίσκεται στο χώρο της ερευνητικής ενημέρωσης και κατανόησης της κοινωνίας και του κοινωνικού γίγνεσθαι. Ο κοινωνιολόγος ευθύς εξ αρχής ασχολείται με την κοινωνική έρευνα. Αυτή αποτελεί το βασικό αντικείμενο του ή χωρίς αυτήν δεν υπάρχει σαν ξεχωριστός κλάδος στις ανθρωπιστικές επιστήμες.  Λόγω δε αυτής της ενασχόλησης του  έχει αναπτύξει και διάφορες ερευνητικές μεθοδολογίες που χρησιμοποιεί ανάλογα με το περιεχόμενο της μελέτης του. Πάντως, η έρευνα μέσα στην κοινωνία γύρω από προβλήματα κοινωνικά και κοινωνικές σχέσεις και εξελίξεις απαιτεί πάντα την συλλογή στοιχείων και αυτό γίνεται συνήθως ή μέσω απαντήσεων σε ερωτηματολόγια  που αποσπά από μεγάλες ομάδες ατόμων, ή μέσω της συμμετοχής στα δρώμενα. Είναι η μέθοδος της παρατήρησης δια της συμμετοχής που επιτρέπει στον ερευνητή να συγκεντρώσει τις πληροφορίες που αφορούν την έρευνά του, να τις διασταυρώσει και να καταλήξει στο κατά πόσον αυτές επαληθεύουν ή όχι τις αρχικές του υποθέσεις, που όπως είπαμε αλλού, κατασκευάζονται εκ των παρατηρήσεων και μελετών παρόμοιων περιπτώσεων. Ακρογωνιαίος λίθος της κοινωνιολογικής ερευνητικής μεθοδολογίας είναι η άντληση όλων τον πληροφοριών που μπορούν να αντληθούν και όχι επιλεκτικά εκείνων που ταιριάζουν στην υπόθεση εργασίας που θέλουμε να επιβεβαιωθεί διότι τότε η έρευνα διολισθαίνει προς την υποκειμενικότητα και την προπαγάνδα και το αποτέλεσμα της  δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητικό.

Συμπερασματικά, είναι στο χώρο της ερευνητικής ενημέρωσης που συναντούνται κοινωνιολογία, ερευνητική δημοσιογραφία και ερευνητικό φωτορεπορτάζ.  Αν ανατρέξουμε στη σχετική κοινωνιολογική βιβλιογραφία θα βρούμε πλείστες περιγραφές ερευνών με τη μέθοδο της παρατήρησης δια της συμμετοχής. Η συνήθης διαδικασία ξεκινάει με τη μελέτη του θέματος και τον προσδιορισμό της υπόθεσης εργασίας. Η συγκέντρωση δε των στοιχείων που θα την επιβεβαιώσουν ή καταρρίψουν απαιτεί την διείσδυση του ερευνητή στον υπό διερεύνηση χώρο. Τούτο πετυχαίνεται καλλίτερα με την απόκτηση της εμπιστοσύνης κάποιου μέλους  του υπό διερεύνηση γκρουπ που να διαθέτει επιρροή ή να παίζει ηγετικό ρόλο σ’ αυτό.  Η εμπιστοσύνη προς τον ερευνητή από τα υποκείμενα της έρευνας του είναι το άλφα και το ωμέγα για την επιτυχή διεξαγωγή και ολοκλήρωση συγκέντρωσης στοιχείων και πληροφοριών η επεξεργασία των οποίων θα επαληθεύσει ή καταρρίψει την ή τις υποθέσεις εργασίας που έχουν εξ αρχής γίνει. Τα ίδια τα μέλη της υπό διερεύνηση ομάδας θα ανοίξουν στον ερευνητή την στρόφιγγα των στοιχείων και πληροφοριών. Η διατύπωση των ευρημάτων είναι το τελευταίο στάδιο ολοκλήρωσης της έρευνας και εδώ επέρχεται η διαφοροποίηση ανάμεσα στον κοινωνιολόγο, τον δημοσιογράφο και τον φωτορεπόρτερ.

Ο πρώτος, παραθέτει τόσο τον τρόπο, την μέθοδο που ακολούθησε με κάθε δυνατή λεπτομέρεια καθώς και την επεξεργασία των στοιχείων και πληροφοριών που συγκέντρωσε φροντίζοντας να δείξει ότι δεν παρέλειψε κάποια από  αυτά προκειμένου να πείσει ότι η έρευνά του υπήρξε αντικειμενική και τα συμπεράσματα του είναι αξιόπιστα. Ο αυστηρός έλεγχος που κάθε κοινωνιολογική έρευνα υφίσταται δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για υποκειμενικές ερμηνείες των ευρημάτων. Η κοινωνιολογική έρευνα εκ των πραγμάτων φέρει την σφραγίδα του κύρους της πανεπιστημιακής κοινότητας.

Το ίδιο σε μεγάλο βαθμό συμβαίνει και με την ερευνητική δημοσιογραφία, αν και εδώ οι κανόνες μπορεί να είναι λιγότερο χαλαροί, ανάλογα με το μέσο, και να οδηγήσουν στην διολίσθηση προς υποκειμενικές μη αντικειμενικές ερμηνείες και συμπεράσματα. Θα έλεγα ότι στην κοινωνιολογική έρευνα το αποτέλεσμα καθορίζει την πραγματικότητα ενώ όταν υπάρχει χαλάρωση των κανόνων έχουμε το φαινόμενο η πραγματικότητα να προσαρμόζεται στην ιδεοληψία.

Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι ο φωτορεπόρτερ αντιμετωπίζει πάντα μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας τόσο στη φάση της απόκτησης εμπιστοσύνης λόγω κύρια της δυνατότητας ταυτοποίησης των ατόμων που μπορεί να αποβεί επιζήμια γι’ αυτούς.  Αυτό έχει σαν συνέπεια τη διστακτικότητα των μελών των διαφόρων ομάδων να εκφραστούν ελεύθερα μπροστά στο φακό. Έπειτα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο φακός γράφει μόνο σε παρόντα χρόνο και όχι σε παρελθόντα ή μέλλοντα, δυνατότητα που έχει ο λόγος. Έτσι, εκ των πραγμάτων, η φωτογραφία είναι μέσον έκφρασης, όπως το έχω αποκαλέσει στο βιβλίο μου «Εισαγωγή στην επικοινωνία», στατικοδυναμικό. Δηλαδή η φωτογραφία λόγω ακριβώς της αδυναμίας της να εκφράσει παρελθόν και μέλλον πρέπει να πετύχει στο παρόν που απαθανατίζει σε κάθε στιγμιότυπο να περιέχεται και ο ρόλος του παρελθόντος και οι μελλοντικές προοπτικές.  Η συγκέντρωση και καταγραφή στοιχείων μέσω του προφορικού λόγου γίνεται πολύ πιο εύκολα απ’ ότι μέσω του φωτογραφικού φακού. Όμως, ο φωτογράφος όταν φτάνει στο σημείο να καταγράψει έχει κερδίσει την πλήρη εμπιστοσύνη των υποκειμένων της έρευνας του και βρίσκεται ένα βήμα μπροστά διότι η απαθανάτιση των στοιχείων που του παρέχονται είναι πλήρης και άκρως ειλικρινής.

Βέβαια, η έκφραση και δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της κοινωνιολογικής και δημοσιογραφικής έρευνας διαφέρει ουσιαστικά και τυπικά από την φωτογραφική έκφραση και δημοσιοποίηση. Ο λόγος δίνει τη δυνατότητα για ακριβή και λεπτομερή έκφραση και διοχετεύεται στο κοινό γραπτά ή προφορικά και πείθει ή δημιουργεί αντιρρήσεις και διάλογο. Η φωτογραφική έκφραση συμπυκνώνει σε μια ή μερικές εικόνες την ουσία του αφηγήματος και απευθύνεται στο ευρύ κοινό, ιδιαίτερα στις μέρες μας μέσω του διαδικτύου, το όποιο και επηρεάζει άμεσα και αποτελεσματικά.  Έτσι, ενώ μια μελέτη ή δημοσιογραφική έρευνα απευθύνεται στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο το οποίο προσπαθεί να πείσει μέσω της λογικής παράθεσης στοιχείων και συμπερασμάτων, η φωτογραφία συγκεντρώνει το όλο αφήγημα της σε μερικά στιγμιότυπα που απευθύνονται γενικά στο κοινό και κύρια στις αισθήσεις και που θα το εντυπωσιάσουν και επηρεάσουν μόνο εφ’ όσον έχουν κατορθώσει να συλλάβουν την ουσία του προβλήματος ή του θέματος που πραγματεύονται.

Καταλήγουμε λοιπόν ότι ο φωτογράφος που εισέρχεται στο χώρο της ενημέρωσης και κοινωνικής έρευνας χρειάζεται α πριορί και περισσότερο από τον καθένα την κατανόηση της κοινωνίας, του κοινωνικού γίγνεσθαι και των κοινωνικών προβλημάτων προκειμένου να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Αυτός είναι και ο λόγος που καταξιωμένοι φωτογράφοι, όπως ο Ντελκάδο, συμβουλεύουν τους νέους φωτογράφους την μελέτη ως όχημα καταξίωσης τους. Είναι απλό, ο φωτογράφος θα πρέπει να γνωρίζει, να έχει κατανοήσει αυτό που φωτογραφίζει αυτό που επιχειρεί κάθε φορά να εκφράσει.

Αυτό σημαίνει ότι ο φωτογράφος θα πρέπει πρώτα να γίνει κοινωνιολόγος και μετά φωτογράφος; Ασφαλώς και όχι. Μπορεί κάλλιστα να γίνει φωτογράφος και χωρίς την ευρύτερη κοινωνική καλλιέργεια και μελέτη. είναι δύσκολο όμως χωρίς την κατανόηση της κοινωνίας να γίνει σημαντικός φωτογράφος.

Τελευταίο. Η φωτογραφική εκπαίδευση θα πρέπει να αναβαθμιστεί έτσι που να παρέχει βασικές γνώσεις ανθρωπιστικών επιστημών και κύρια των ερευνητικών μεθόδων που αυτές έχουν αναπτύξει και ακολουθούν.

 

Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

Γλυφάδα, Οκτώβριος 2019.

 

Φωτογραφία: Sebastiao Salgado

Από την σειρά, Kuwait: A Desert on Fire