από το site

http://www.aspromavro.net/

Κώστας Μπαλάφας

Βιώματα, Οραματισμοί, Τέχνη και Λαϊκή Παράδοση

Ο Κώστας Μπαλάφας ανήκει σε εκείνη την χαρισματική γενιά των φωτογράφων που με το έργο τους δημιούργησαν μια τεράστια σε όγκο και ποιότητα οπτική παρακαταθήκη. Τρέφω την ελπίδα ότι οι μελετητές της τέχνης θα ασχοληθούν κάποια στιγμή σκύβοντας με σεβασμό στο βάθος του έργου τους και όχι στην επιφάνεια του απέραντου καλλιτεχνικού θησαυρού τους. Στο αφιέρωμα αυτό περισσότερο χρήσιμη από ένα PORT-FOLIO, είναι η καταχώρηση ενός βιογραφικού με προεκτάσεις που σκιαγραφούν το πορτραίτο του ανθρώπου καλλιτέχνη. Το έργο του Κ. Μπαλάφα δεν είναι γνωστό μόνο στο φωτογραφικό κόσμο αλλά και ο’ ένα ευρύτερο κοινό. Στο ενεργητικό του πολλές ατομικές εκθέσεις πάντα θεματολογικές. Ένα αρχείο τεράστιο, πολυδιάστατο, γεμάτο με άκρατο ρεαλισμό, αυθορμητισμό και ευαισθησία που συναντάται μόνο στις ανόθευτες παιδικές καρδιές.
Το κινηματογραφικό του έργο συναγωνίζεται το φωτογραφικό. Κοινό γνώρισμα και χρυσός κανόνας των καλλιτεχνών με αξία, είναι η μετριοφροσύνη.
Η ανιδιοτέλεια του ερασιτέχνη καλλιτέχνη επαυξάνει αυτή την μορφή πνεύματος σε σημείο που πολλές φορές είναι ακατανόητη στην κατηγορία των καλλιτεχνών που δεν ζουν για την τέχνη, αλλά ζουν απ’ αυτή.

Η Λακωνική εκφραστική λιτότητα του λόγου, συνδυασμένη με την χάρη μιας προικισμένης γλώσσας που βγάζει από την ψυχή του εικόνες τόσο εύγλωττες όσο και οι φωτογραφίες του.

Συνέντευξη   στον Νίκο  Σαραβάνο, AFIAP   (18-2-1991)
Με υποδέχθηκε στο πλατύσκαλο του σπιτιού του στο Χαλάνδρι, καλοσυνάτος και χαμογελαστός, όπως πάντα. Τον τελευταίο χρόνο οι συναντήσεις μας είχαν πυκνώσει κατά πολύ, λόγου του «ΕΤΟΥΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ» όπου πήρε μέρος με ένα σημαντικό αριθμό φωτογραφιών. Είχα να τον δω τρεις μήνες και αφού καλύψαμε αυτά τα κενά με τα δικά μας, ήρθε η ώρα της συνέντευξης και της πρώτης ερώτησης.

ΣΑΡΑΒΑΝΟΣ
Κωστή σε ενοχλεί να καταχωρήσουμε τη συζήτησή μας σε μαγνητοταινία;

ΜΠΑΛΑΦΑΣ
Όχι καθόλου.

Τοποθέτησε το μαγνητόφωνο στο σκαμπό του πιάνου, κάθισε αντίκρυ πιάνοντας με τις παλάμες τα γόνατά του και άρχισε να μιλάει, θαρρείς και είχε ένα τσούρμο παιδιά μπροστά του που άκουγαν μια ιστορία, ένα παραμύθι. Η βουτιά στο μακρινό χθες, στο χθες το δικό τους είχε αρχίσει.

ΜΠΑΛΑΦΑΣ
«Γεννήθηκα στην Ήπειρο σ’ ένα κακοτράχαλο χωριό από αγροτική οικογένεια. Οι σκληρές συνθήκες της ζωής του χωριού με ανάγκασαν για βιοπορισμό να ξενιτευθώ παιδάκι τότε και νάρθω στην Αθήνα. Ο τόπος της καταγωγής μου είναι ένας τόπος άγονος, που οι άνθρωποι αγωνίζονταν να ψευτοζήσουν καλλιεργώντας την άγονη γη, λες και την έστιβαν μες τα δυό τους χέρια. Καθημερινά την πότιζαν με τον ιδρώτα τους για να την κάνουν να καρπίσει. Οι σκληρές συνθήκες της ζωής επέδρασαν στον ψυχισμό μου και αυτό αποτύπωσα στην δουλειά μου. Την σκληρότητα, τον κόσμο του μόχθου, που με συγκινεί ιδιαίτερα. Τα βιώματα της παιδικής ηλικίας, ο κόσμος που ανέφερα και οι αγώνες αυτού του λαού κατά των Γερμανών, υπήρξαν το πρώτο ερέθισμα των οπτικών καταγραφών μου.

Επίσης πολύ επέδρασε στην καλλιτεχνική μου ευαισθησία – ας το πούμε έτσι – το τι δημιούργησε αυτός ο λαός. Είναι ένας λαός με πατριαρχικές αρετές που οι ακατάλυτοι οικογενειακοί δεσμοί ξεκινούν μέσα από τους αιώνες. Λαός με ψυχική ευφορία και καλλιτεχνική φλέβα. Φαντάσου υπέφερε τόσες δουλείες και ιδίως αυτή την τουρκική που ήταν η πιο μαύρη. Τότε έμεινε ακέφαλος από πνευματικούς ηγέτες, γιατί όλοι οι άνθρωποι των γραμμάτων και τεχνών πήραν τους φιλοσοφικούς θησαυρούς των προγόνων και έφυγαν για την Ευρώπη. Εκεί δημιούργησαν την Αναγέννηση που επαίρονται οι σημερινοί Ευρωπαίοι.

Ο λαός μας δεν είχε φυσικά τότε Ικτίνους, Καλλικράτες, Φειδίες και Πραξιτέλεις για να χτίσει Παρθενώνες. Ο Βοσκός όμως εκεί που ξαπόσταζε σκάλιζε την κλίτσα του και εκεί διοχέτευε όλο το μεράκι του. “Έκανε την ρόκα της αγαπημένης του μαζί με το σφονδύλι που θα’γνεθε το μαλλί για να πλέξει τα ρούχα. Οι κοπέλες φτιάχναν τα προικιά τους, κεντούσαν τις ποδιές τους σε νυχτέρια, τραγουδώντας ομαδικά. Για σκέψου τί εργο άφησαν οι λαϊκοί τεχνίτες, οι αρχιτέκτονες της τότε εποχής. Στο Ζαγόρι π.χ. οι στέγες των σπιτιών έστω κι αν ήταν δουλεμένες από τον ίδιο τεχνίτη, ξεχώριζαν η μια από την άλλη. Μελετούσαν την κάθε λεπτομέρεια, πώς θα φωτίζονται οι σκάλες των υπογείων, πώς θα είναι τα σαχνισιά τους. Εκεί που δεν τους βόλευε είτε για λόγους ασφαλείας, είτε για δομικούς να βάζουν ένα παράθυρο πραγματικό το ζωγράφιζαν. Ότι φτιάχναν το φτιάχναν με μεράκι, με καλαισθησία για να ομορφαίνουν τον κόσμο που τους περιέβαλε, και πάντα εναρμονισμένο με το γύρω τοπίο.

Διαμόρφωσαν με περίσσεια ευαισθησία την γενικότερη αισθητική ισορροπία του εξωτερικού χώρου με τον εσωτερικό διάκοσμο. Σήμερα όλοι μιλούν για την αρχιτεκτονική του Τσίλερ και του Περάνθη και όλοι χαίρονται για ότι έκανε ο Πικιώνης χρησιμοποιώντας στοιχεία της λαϊκής τέχνης. Κανένας όμως δεν θέλησε να του μοιάσει.

ΣΑΡΑΒΑΝΟΣ
Εγώ πιστεύω ότι η θέληση υπήρχε αλλά υποτάχθηκε μοιραία στη σκοπιμότητα του οικονομικοπολιτικού παράγοντα της αντιπαροχής. Μιας επιπόλαιης και πρόχειρης λύσις, με αποτέλεσμα να εγκλωβισθεί σε τσιμεντένια σπιρτόκουτα το ανθρώπινο μεταναστευτικό κύμα της επαρχίας προς την πρωτεύουσα. Στην συνέχεια νέοι και παλιοί πρωτευουσιάνοι μετέφεραν στα χωριά και στις πόλεις τα νέα αρχιτεκτονικά εξαβλώματα του τσιμέντου και της μπετονόβεργας. Ρημάξαμε τα νεοκλασικά της Αθήνας και σαρώσαμε ταυτόχρονα τα αρχοντόσπιτα των μαστοράδων που προανέφερες.

Σήμερα κατόπιν εορτής τρέχουν νεόπλουτοι και μη στις μάντρες να αγοράσουν ακροκέραμα, φουρούσια, κρίνες, αυθεντικά ή αντίγραφα για να στολίσουν επαύλεις και διαμερίσματα. Όταν τα βλέπω όλα αυτά μου θυμίζουν νεκρές άψυχες νότες μιας μελωδίας που όλοι μας λίγο πολύ είμαστε υπεύθυνοι για το θάνατο της.

ΜΠΑΛΑΦΑΣ
Συμφωνώ απόλυτα. Την μεγάλη ευθύνη όμως την έχουν οι αρμόδιοι κρατικοί παράγοντες και τοπικοί άρχοντες. Δυστυχώς οι μπουλντόζες έγδαραν και ξεκοίλιασαν την γη, ξεριζώνοντας στο πέρασμά τους τα πάντα, υποτάσσοντας τον χώρο στα τροχοφόρα. Από τότε που έσμιξαν οι στέγες των σπιτιών ξεμάκρυναν οι καρδιές των ανθρώπων.

ΣΑΡΑΒΑΝΟΣ
Σαν λάτρης και θαυμαστής της υπαρκτής σε ελάχιστα μέρη ευτυχώς ακόμη λαϊκής τέχνης και παράδοσης, μήπως έστρεψες τότε τον φακό σου και σε άλλες θεματικές;
ΜΠΑΛΑΦΑΣ
Οπωσδήποτε ναι. Δεν ξέκοψα όμως ποτέ από την παράδοση. Παράδοση για μένα είναι η ρίζα αυτού του λαού. Δεν είναι μια κούφια λέξη όπως στο στόμα των φραγκοδασκάλων. Σήμερα πώς την καταντήσαμε; Της ρίξαμε ναφθαλίνη και την βάλαμε στα μουσεία.
Ο Κόντογλου ο μακαρίτης έλεγε: «Οι παλιοί θαλασσινοί για να βρίσκουν τον δρόμο τους για να ξέρουν που πηγαίνουν έχουν οδηγό τ’ αστέρι της τραμουντάνας. Οι λαοί για να ξέρουν πού βαδίζουν πρέπει να ακολουθούν την παράδοση».

Η παράδοση μοιάζει με το ένστικτο των ταξιδιάρικων πουλιών που βρίσκουν αλάνθαστα τον δρόμο τους φθάνοντας ημερολογιακά στον προορισμό τους, ταξιδεύοντας στα καταπέλαγα του ουρανού. Δύσκολο να αναβιώσουμε την παράδοση σήμερα, αλλά τουλάχιστον όταν χάνουμε τον δρόμο μας να ψάχνουμε και να βρίσκουμε τα άφθαρτα και γνήσια στοιχεία της. Μόνον έτσι μπορούμε να χαράξουμε την δική μας πολιτιστική πορεία, γιατί η παράδοση είναι δένδρο με βαθιές ρίζες και με αξίες καθιερωμένες.

ΣΑΡΑΒΑΝΟΣ
Αυτά για την παράδοση. Για την τέχνη και την διάστασή της τι θα έλεγες;

ΜΠΑΛΑΦΑΣ
Η τέχνη είναι μια διάσταση της φιλοσοφίας, όπως στην φιλοσοφία δεν μπορούμε να πετάξουμε μια ιδέα, αλλά να την συμπληρώσουμε, να την επαυξήσουμε. Το ίδιο και στην τέχνη.

ΣΑΡΑΒΑΝΟΣ
Πες μου πότε ένιωσες το μεγαλύτερο τράνταγμα που σε ανάγκασε να στρέψεις τον φακό σου αλλού μεταβάλλοντας ριζικά την οπτική σου διάσταση;

ΜΠΑΛΑΦΑΣ
Ήταν ακριβώς μετά την κατοχή τότε που είχε αρχίσει το δεύτερο αντάρτικο. Ο κόσμος ζούσε σε μια απελπισία, δεν ήξερε από πού να σωθεί. Ήταν αυτοί οι διωγμοί των ανθρώπων που πήραν μέρος στον αγώνα κατά των Γερμανών. Αυτό παρεξηγήθηκε για πολλούς λόγους. Εγώ δεν μέμφομαι κανέναν.
Ήταν προσωπική επιλογή του καθενός να βρίσκεται εδώ ή εκεί. Εκείνο που μεταμόρφωσε τον αισθητικό μου κόσμο ήταν όταν το 1945 εργαζόμουνα σ’ ένα Αγγλικό στρατόπεδο στην Γλυφάδα, πίσω από τον Άγιο Κωνσταντίνο. Είχα την υπευθυνότητα των εργατών και έκανα και τον διερμηνέα. Θυμάμαι στο εργατικό προσωπικό ήταν ένας κυνηγημένος που είχε ένα τσούρμο παιδιά και που δεν είχε να τα ζήσει. Τον είχα βάλει και δούλευε στην κουζίνα και τα βράδυα φεύγοντας έπαιρνε λίγο φαγάκι και τάιζε τα παιδιά του. Μια μέρα που έριχνε γερό χιόνι τον είχαν στείλει στις αποθήκες να πάρει ένα βαρέλι πετρέλαιο για την κουζίνα. Όπως ήταν ξερακιανός και κουκουλομένος με ένα κομμάτι ύφασμα από καμουφλέ αντίσκηνο έμοιαζε με ασκητή άγιο. Σπρώχνοντας το βαρέλι στη χιονισμένη ανηφόρα ήρθε η στιγμή που απόκαμε, κόλλησε, δεν μπορούσε άλλο. Το βαρέλι φάνταζε σαν την ζωή του την ίδια, ή θα τον έπαιρνε από κάτω, ή θα τάβγαζε πέρα πάνω και θα γλύτωνε. Εκεί τον βοήθησα και το βγάλαμε επάνω.

Καθημερινές σκηνές ζωής μέσα και έξω από το στρατόπεδο. Το Πάσχα θυμάμαι έβλεπα αυτό τον κόσμο που πήγαινε στον Επιτάφιο. Βάδιζε έτσι σιωπηλός με το κεφάλι κατεβασμένο, ψάλλοντας τα εγκώμια του επιταφίου, λες και κήδευε κάποιον δικό του. Μερικές γριούλες όπως τις έβλεπα με κρεμασμένα γύρω από τα μαύρα φουστάνια τους παιδιά για να μην χαθούν μέσα στο τσούρμο, έμοιαζαν με γέρικα δένδρα που θα τα ξεριζώσει ο άνεμος και τα παιδιά με παραφιάδες που θα συνεχίσουν την ζωή. Αυτές οι εικόνες μαζί με τις παιδικές αναμνήσεις κυρίως των μανάδων μας που δουλεύαν ολημερίς και το βράδυ φτάναν στο σπιτικό τους σωστά ράκη.
Αυτές γεύτηκαν την φτώχεια, τον πόνο, την θλίψη όσο καμμιά άλλη κοινωνική τάξη. Και όλα αυτά τα ανέχθηκαν με κάποια τάξη αξιοπρέπειας θα έλεγα, πάντα κοντά στα παιδιά τους και τους άντρες τους. Η μάνα μου ήταν Σαρακατσάνισσα όταν έφυγα από το χωριό μου είπε: “Εκεί στα ξένα που θα πας, πρόσεξε μη σε αντικιάσουν, δηλαδή μη σε παραφυλάξουν, αν βρεις λεφτά να πας να τα δώσης, μην τα κρατήσεις. Κανένας δεν πετάει χρήματα. Τα λεφτά αυτά ή κάποιος τάχασε και τα χρειάζεται ή κάποιος τάβαλε να σε δοκιμάσει αν κλέβεις. Όπου βρεις ξένο πράγμα πήγαινε να το δώσεις, δεν είναι δικό σου, δεν θα σου κάνει χαΐρι”.

Ένας Γερμανός φιλόσοφος είπε κάποτε: Φέρτε μου μητέρες με αγωγή να σας αλλάξω την Ευρώπη. Σήμερα μιλάμε για ισότητα και φτιάξαμε έναν τύπο φεμινισμού απαράδεκτο. Παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς την παρουσία της μάνας. Πολλά απ’ αυτά γίνονται κλέφτες και κάτι χειρότερο ακόμη. Στα χρόνια τα δικά μου οι γυναίκες ήταν ισότιμες με τους άνδρες. Άλλωστε η λέξη σύζυγοι το λέει καθαρά. Επί ενός ζυγού.

Να σου πώ δυο παραδείγματα. Στους Σουλιώτες υπήρχαν οι διάφορες φάρες, Τζαβελαίοι, Μποτσαρέοι κ.λπ. Υπήρχαν μεταξύ τους εγωισμοί και διαφορές. Μαζευόντουσαν λοιπόν οι καπετανέοι και αν σε τρεις συνεδριάσεις δεν συμφωνούσαν ανελάμβαναν οι γυναίκες τους οι καπετάνισσες, οι οποίες δεν είχαν τους ανδρικούς εγωισμούς. Όποια απόφαση έβγαζαν οι γυναίκες ήταν σεβαστή και τελεσίδικη για τις φάρες και τους καπετανέους της κάθε φάρας. Ακόμη και στους Σαρακατσανέους αν πέθαινε ο αρχιτσέλιγκας την διαχείριση ανελάμβανε η τσελιγκού η γυναίκα του και οι άλλοι πειθαρχούσαν σε μια γυναίκα, πράγμα που δεν γίνεται σήμερα.

Τα ήθη, τα έθιμα, οι συνήθειες δεν έχουν μελετηθεί, κι αν έχουν αγνοήθηκαν, παραμελήθηκαν. Αυτά κυρίως ήταν τα στοιχεία που οδήγησαν τον λαό μας στον αλληλοσεβασμό, στην σύμπνοια, ώστε ενωμένος να αντιμετωπίζει με την βοήθεια του διπλανού του τις δύσκολες στιγμές, μαζί να χαίρεται και μαζί να θυσιάζεται για την πατρίδα, σε κάθε εχθρική επιδρομή. Εκείνοι δε που στήριξαν περισσότερο τους αγώνες ήταν οι άνθρωποι της φτώχειας. Ίσως φαίνεται παράξενο αλλά έτσι είναι. Όσο τον τυραννάει κάποιον ο τόπος του, τόσο περισσότερο δένεται μαζί του. Την γη που πότισε με τον ιδρώτα του, όταν χρειασθεί θα την ποτίσει και με το αίμα του.

Φυσικά μαζί τους και ο διανοούμενος κόσμος. Άνθρωποι που ήταν αμάθητοι στις στερήσεις, στάθηκαν δίπλα τους και αγωνίστηκαν για των φτωχών την μοίρα, αξιοποιώντας συγχρόνως σπυρί-σπυρί την γνώση των απλών ανθρώπων. Έτσι έφτασαν ενωμένοι σε κορυφές θυσιών και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ίσως είναι στη μοίρα αυτού του λαού να αντιμετωπίζει ενωμένος κάθε κατακτητή, ενώ στο εσωτερικά του να τρώγεται πάντοτε. Από τους αγωνιστές κανένα παιδί και καμιά γυναίκα δεν πρόδωσε τον αγώνα. Είναι αυτά τα παλικάρια που βαριοκοιμούνται στις βουνοπλαγιές και τα διάσελα χωρίς όνομα και σταυρό. Είναι οι άγνωστοι στρατιώτες. Είπαμε προηγουμένως γι’ αυτές τις γυναίκες γι’ αυτές τις μάνες τις Ηπειρώτισσες.

Να πώ ένα περιστατικό ανάμεσα στα τόσα για να καταλάβεις την μεγαλοψυχία τους. Σκέψου ότι τους κάψανε τα πάντα, σκοτώσανε τους άντρες και τα παιδιά τους. Όταν λοιπόν οι Ιταλοί συνθηκολόγησαν και ήρθαν εκεί αιχμάλωτοι σε μας, είτε στο ΕΛΑΣ είτε στο ΕΔΕΣ οι μάνες αυτές τους καλοδέχθηκαν χωρίς καμιά κακία γιατί είχαν και αυτοί μανάδες που τους περίμεναν. Εκεί έζησα από κοντά την πιο χαρακτηριστική σκηνή και ήταν όταν ένας Ιταλός λαβώθηκε και δεν μπορούσε να περάσει το ποτάμι. Μια μάνα απ’ αυτές τον πήρε στους ώμους της, γκότσια που λέμε στα χωριά μας και τον πέρασε στην απέναντι όχθη και τούπε: Έχε χατήρι που έχω και γω παιδί στρατιώτη και μπορεί μια άλλη μάνα να τον φροντίσει όπως εγώ εσένα.

Επειδή η επέτειος των 50 χρόνων του Αλβανικού είναι πρόσφατη να σου πω ένα περιστατικό ακόμη και να τελειώνω.

Τα τμήματα του στρατού ήταν ξεχωριστά μακριά στις βουνοκορφές. Επάνω σ’ ένα λοφίσκο ήταν ένα δένδρο. Εκεί πήγε ένας δικός μας για να παρακολουθήσει το τμήμα των Ιταλών. Και αυτοί όμως είχαν στείλει έναν δικό τους στο ίδιο σημείο. Εκεί στο λόφο συναντήθηκαν οι δυο άνθρωποι και άρχισαν να ρίχνουν ο ένας στον άλλον. Κάποια στιγμή οι σφαίρες σώθηκαν. Πέταξαν τα όπλα καταγής αγκαλιάστηκαν και κατέβηκαν αγκαλιασμένοι κάτω στο τμήμα το Ελληνικό. Οι στρατιώτες μας τους χειροκροτούσαν συνέχεια. Δυο στρατιώτες , δυο άνθρωποι υπέγραψαν το συμβόλαιο ειρήνης επάνω εκεί στο μέτωπο. Δεν είχαν να χωρίσουν τίποτα, άλλοι τους έστειλαν εκεί. Αναφέρομαι στο σπάνιο αυτό φαινόμενο ανθρωπιάς και αλληλεγγύης για να ημερέψουν τα πάθη αυτού του φιλόνικου κόσμου μας και να ξαναβρεθούμε πάλι σε μια αδελφοσύνη. Κανείς δεν έχει να μοιράσει τίποτα με το διπλανό του, αν συμβεί το κακό σ’ αυτόν είναι το κακό στην γειτονιά του.

ΣΑΡΑΒΑΝΟΣ
Έχεις ένα τεράστιο αρχείο με σπονδυλωτές θεματικές ενότητες και με διαφοροποιημένο ύφος σε κάθε μια. Πώς σκέπτεσαι να αξιοποιήσεις όλη αυτή την προσπάθειά σου;

ΜΠΑΛΑΦΑΣ
Αυτός είναι ο μεγάλος μου προβληματισμός. Ξεκίνησα τώρα να κάνω το βιβλίο της αντίστασης 1940-44 και ελπίζω σε δυο μήνες να είναι έτοιμο. Αυτό έγινε περισσότερο με το υστέρημα παρά με το περίσσευμα. Γιατί σ’ ένα τέτοιο επιχείρημα πρέπει νάχεις τις απαραίτητες οικονομικές δυνατότητες. Φυσικά δεν πρόκειται να μου αποφέρει κέρδη αλλά μόνο ζημιά. Από την απήχηση που θάχει αυτή η έκδοση θα εξαρτηθεί η δεύτερη έκδοση που είναι για τον τόπο που γεννήθηκα με τίτλο: «Η Ήπειρος που χάθηκε».

ΣΑΡΑΒΑΝΟΣ
Εύχομαι καλό κουράγιο εγώ δεν μπόρεσα ακόμη να πλησιάσω οπτικά την πατρίδα μου. Κάθε φορά που πάω στην Σπάρτη, στον Μυστρά, στην Μονεμβασιά, στην Μάνη, μουδιάζουν τα χέρια μου, δεν έχω κάνει ούτε ένα κλικ στην μηχανή μου. Το τεράστιο αυτό σκηνικό με τις ονειρικές προεκτάσεις είναι τόσο κρυστάλλινο και μεταξένιο που με οδηγεί σ’ ένα υπερβατικό χώρο αφαιρώντας μου την δύναμη να το αγγίξω. Πάω εκεί μόνο και μόνο για να φορτίζομαι και εκεί νοιώθω γιατί ο Ρίτσος και ο Βρεττάκος έγιναν Νομπελίστες Ποιητές.

ΜΠΑΛΑΦΑΣ
Μην στεναχωριέσαι, τό παθα και γω κάποτε στην Ήπειρο. Είναι χρέος όμως κάθε καλλιτέχνη να καταχωρεί στο έργο του τον τόπο του και την εποχή του, γιατί ότι μαθαίνουμε από παλαιότερους πολιτισμούς το μελετούμε. Ότι διασώθηκε μορφοποιημένο σε εικόνα, σμιλεμένο στην πέτρα ή καταχωρημένο ποιητικά στην ιστορία. Μίλησες για υπερβατισμό. Λοιπόν η δημιουργική φαντασία της λαϊκής μαστοράτζας φτάνει πολλές φορές ως τον υπερβατικό χώρο των ονείρων τους, μεταπλάθωντας και αυτήν την πραγματικότητα, κυριαρχημένοι από την αδέσμευτη φαντασία τους.
Σε πλάκα πίσω όλο στο ιερό της εκκλησίας στη Μακρινίτσα είναι λαξεμένα δυο κυπαρίσσια να σμίγουν τις κορφές τους. Είναι η μορφοποίηση της έννοιας του δημοτικού τραγουδιού για τον θάνατο κάποιου αδικοχαμένου ζευγαριού.

“Βοριάς φυσάει τα κλαριά σκύβουνε και φιλιούνται Για δες τα τα βαριόμοιρα τα λιγοζωισμένα που δεν φιλιούνταν ζωντανά φιλιούνται πεθαμένα”.
Ο λαϊκός τεχνίτης δεν δίστασε προκειμένου να εκφράσει την ιδέα, να μεταπλάσει την πραγματικότητα και να δώσει στο ένα κυπαρίσσι αντίθετη κλίση απ’ τη φορά του ανέμου. Τι λες τώρα, πάμε μια βόλτα μαζί στην πατρίδα σου την Σπάρτη; Ο Μυστράς είναι γεμάτος  κυπαρίσσια.

Άλλωστε στο δικό σου έργο υπάρχει αυτή η ξεχωριστή δυναμική και η διάσταση του ονειρικού υπερβατικού σου κόσμου. Πάμε μαζί για να ξαναβρεθώ στην κορφή του κάστρου του Μυστρά. Θέλω να σταθώ στην πίσω πλευρά, στην άκρη του βράχου, να φωνάξω και να ακούσω την ηχώ μου να σκορπάει στις χαράδρες και στις ρεματιές του Ταϋγέτου και να ξαναγυρίζει πίσω.

ΣΑΡΑΒΑΝΟΣ
Πάμε αλλά εγώ δεν θα κρατάω μηχανή.

ΜΠΑΛΑΦΑΣ
Δεν πειράζει, θα έχω εγώ τις δικές μου.

ΣΑΡΑΒΑΝΟΣ
Κωστή θα σ’ αφήσω μόνο εκεί πάνω. Εγώ θα κάνω αυτό που κάνω κάθε φορά. Θα ξενυχτίσω στα Παλάτια των Παλαιολόγων για να ξαναζωντανέψει στο όνειρο μου για μια φορά ακόμη, η Νεκρή Πολιτεία, ο Παρθενώνας του Βυζαντίου.

ΜΠΑΛΑΦΑΣ
Κάνε ότι θες. Μπορεί το πρωινό να σε βρω με προσκέφαλο τις φωτογραφικές σου μηχανές.

ΣΑΡΑΒΑΝΟΣ
Δεν έχω πολλές, μία, και κείνη πολύ παλιά.

ΜΠΑΛΑΦΑΣ
Δεν έχει σημασία, το παλιό ντουφέκι έχει αξία.

συνέντευξη: Νίκος Σαραβάνος,   “εφ Ελληνική Φωτογραφία”, 1991, (αναδημοσίευση)
επιμέλεια: J.Eco

Εγγραφείτε στο newsletter μας και κερδίστε 10% έκπτωση σε όλα τα σεμινάριά μας!