Ο Ernest Cole ήταν μαύρος Νοτιοαφρικανός φωτογράφος, διάσημος για το φωτογραφικό βιβλίο House of Bondage, ουσιαστικό ανάγνωσμα για την καθημερινή ζωή στην Νότια Αφρική υπό του καθεστώς του Απαρτχάιντ.
Στα δεκατρία του παράτησε το σχολείο, εξαιτίας του νόμου για την εκπαίδευση των Μπαντού, ο οποίος αφορούσε το σχολικό πρόγραμμα των μαύρων και εισήγαγε τον διαχωρισμό και στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Παρόλα αυτά ο Cole κατάφερε να τελειώσει το σχολείο δια αλληλογραφίας.
Ξεκίνησε να φωτογραφίζει σε πολύ νεαρή ηλικία, όταν το 1958 ο Jorgen Schadebard τον προσέλαβε ως βοηθό του στο εικονογραφημένο περιοδικό Drum, φημισμένο για την ερευνητική του δημοσιογραφία.
Κατά την διάρκεια της ενασχόλησης του με το περιοδικό, γνωρίστηκε και με άλλους ταλαντούχους μαύρους Νοτιοαφρικάνους και αποφάσισε να καταγράψει φωτογραφικά την καθημερινότητα των μαύρων και τις εγκληματικές επιπτώσεις του απαρτχάιντ σε αυτή.
Μη μπορώντας άλλο να ζήσει υπό αυτές τις συνθήκες, καταφέρνει να ξεγελάσει τις αρχές και να αλλάξει κατηγοριοποίηση από μαύρος σε μιγάς και με αυτόν τον τρόπο να μπορέσει να ταξιδέψει και να φτάσει το 1966 στην Νέα Υόρκη.
Έχει καταφέρει να πάρει μαζί του την φωτογραφική του δουλειά για το απαρτχάιντ.
Δείχνει την δουλειά του στο Magnum και καταφέρνει να εκδώσει το βιβλίο του House of Bondage (1967). Απαγορεύεται η κυκλοφορία του βιβλίου στην Νότιο Αφρική και στον ίδιο δεν θα επιτραπεί ποτέ να γυρίσει πίσω .
Μεταξύ του 1969 και 1971 θα επισκεφτεί πολλές φορές την Σουηδία, και από τις αρχές της δεκαετίας του 70 θα αρχίσει να αποξενώνεται και θα σταματήσει να φωτογραφίζει, ενώ στην πορεία θα χάσει μυστηριωδώς τον έλεγχο του αρχείου του και τα δικαιώματα των φωτογραφιών του.
Θα πεθάνει άπορος και άρρωστος από καρκίνο το 1990 στο Χάρλεμ σε ηλικία 49 ετών.
Και ενώ το αρχείο του θεωρούνταν χαμένο, το 2017 θα βρεθούν πάνω από 60,000 αρνητικά σε θησαυροφυλάκιο τράπεζας στην Στοκχόλμη.